Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Οι Οικολόγοι Πράσινοι σε σταυροδρόμι

Μετά από πρόσκληση του Πολιτικού Κέντρου Θεσσαλονίκης ο Μιχάλης Τρεμόπουλος έγραψε και δημοσίευσε στη σελίδα του Κέντρου το παρακάτω κείμενο:

Παρακολουθώ με ενδιαφέρον το διάλογο που αναπτύσσεται στο σοσιαλιστικό χώρο γα το νόημα και τις στοχεύσεις της σύγχρονης πολιτικής και μάλιστα από ένα τμήμα του που δεν έχει υποτάξει τα οράματά του για τον κοινωνικό μετασχηματισμό στις σειρήνες της εξουσίας και τις μη ομολογημένες σκοπιμότητες της κυρίαρχης πολιτικής. Εκτιμώ λοιπόν την πρόσκληση για συμμετοχή στο διάλογο αυτό, που μου δίνει την ευκαιρία να υποστηρίξω ότι μια σύγχρονη εναλλακτική πολιτική πρόταση θα πρέπει να έχει σαφές οικολογικό πρόσημο.

Λίγη οικολογική ιστορία

Πριν απ’ όλα, χρειάζεται να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για την πορεία του οικολογικού κινήματος στη χώρα μας και διεθνώς, ώστε να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε σωστά το σημείο στο οποίο σήμερα βρίσκεται.


Η πολιτική οικολογία στην Ελλάδα εμφανίζεται μετά το 1975 και αναπτύσσει αυτόνομη δράση εκτός της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Μετά το 1982 πραγματοποιούμε μια σειρά προσπαθειών για το συντονισμό του κινήματος και το 1984 συμμετέχουμε στην πρώτη συγκρότηση των Ευρωπαίων Πράσινων. Το 1987 προχωρούμε στη συγκρότηση μιας Ομοσπονδίας Οικολογικών Εναλλακτικών Οργανώσεων, η οποία κάνει θεωρητικές επεξεργασίες, όμως λόγω της οριζόντιας δομής της αδυνατεί να ομοφωνήσει για συμμετοχή στις Ευρωεκλογές. Δημιουργούμε μια ανεξάρτητη ένωση πολιτών, που συμμετέχει ως λίστα Οικολόγων Εναλλακτικών στις Ευρωεκλογές του 1989 και μετά την καλή παρουσία της (1.12%) ενοποιείται με την Ομοσπονδία και εκλέγει την πρώτη Πράσινη βουλευτή (Νοέμβριος 1989), κάτι που το επαναλαμβάνει το 1990.
Η περίοδος του 1989-1991 ήταν μια περίοδος εφηβικού ενθουσιασμού αλλά και αναπόφευκτων λαθών, λόγω της έλλειψης πολιτικής κουλτούρας του οικολογικού χώρου και της διείσδυσης ετερόκλητων στοιχείων. Πολύ γενικά μπορούμε να πούμε ότι ήμασταν υπέρ το δέον ανοικτοί και δεν καταφέραμε να διαμορφώσουμε έγκαιρα ένα σαφές και αποτελεσματικό οργανωτικό πλαίσιο και ένα πράσινο πολιτικό πρόγραμμα. Η Ομοσπονδία των Οικολόγων Εναλλακτικών κλήθηκε να αντιμετωπίσει πολύ νωρίς στην πορεία της μια σειρά από σημαντικά θέματα, για τα οποία δεν είχε ξεκάθαρη ή κοινή θέση: τη στήριξη ή όχι της Οικουμενικής Κυβέρνησης του 1989-1990, την οργανωτική δομή της, τα λεγόμενα εθνικά θέματα κ.α. Παρ’ όλα αυτά η εμπειρία εκείνη άφησε στο κοινωνικό επίπεδο πολλά θετικά και κυρίως την περίοδο εκείνη ρίζωσαν πολλές περιβαλλοντικές οργανώσεις και άρχισε ο βαθύτερος και πιο ολοκληρωμένος προβληματισμός για τα οικολογικά θέματα. Πολλά από εκείνα τα στελέχη συμμετείχαν στην άνθηση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών οργανώσεων της επόμενης δεκαετίας. Πολλές από τις σημαντικές οργανώσεις σήμερα ξεκίνησαν από άτομα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πρώτη φάση της πολιτικής ιστορίας των Πρασίνων στη χώρα μας. Πολιτικοί από άλλα κόμματα έχουν δηλώσει ότι οι Οικολόγοι έλεγαν σωστά πράγματα αλλά ήταν μπροστά από την εποχή τους.
Τα πολιτικά σχήματα που δημιουργήθηκαν μετά τη διάλυση της Ομοσπονδίας, με πιο μακρόβια την ‘Πράσινη Πολιτική’ (1996), δεν υπήρξαν ποτέ τόσο μαζικά όσο αυτή. Κάποιες οργανώσεις έδωσαν βάρος στη συμμετοχή στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς και μάλιστα με επιτυχία, όπως στη Θεσσαλονίκη. Κάποιοι επέλεξαν να δράσουν πολιτικά μέσα από τον ΣΥΝ. Μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2000 και την υπουργοποίηση γνωστού οικολογικού στελέχους, που μας έπεισε για πλήρη αποδιάρθρωση του χώρου, ιδρύσαμε το Οικολογικό Φόρουμ, ένας ‘χώρο’ επαφής και συζήτησης για την πολιτική Οικολογία. Το Δεκέμβριο 2003, το Φόρουμ συγκάλεσε στην Αθήνα μια συνδιάσκεψη για την ‘ανασυγκρότηση της πολιτικής οικολογίας στην Ελλάδα’, που κατέληξε στη δημιουργία του κόμματος των Οικολόγων Πράσινων.

Στο σήμερα

Τόσο η διαδικασία δημιουργίας όσο και η οργανωτική δομή των Οικολόγων Εναλλακτικών και των Οικολόγων Πράσινων παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες αλλά και ουσιαστικές διαφορές: πρώτον, οι Οικολόγοι Πράσινοι δεν δημιουργήθηκαν εκ των υστέρων για να διαχειριστούν, υπό την πίεση του χρόνου, μια εκλογική επιτυχία αλλά οργανώθηκαν σε βάθος χρόνου. Δεύτερον, τα μέλη είναι άτομα και όχι οργανώσεις. Η εμπειρία που αποχτήσαμε έχει αρχίσει σταδιακά να αποδίδει.
Οι 41.000 ψήφοι, που αποσπάσαμε στις ευρωεκλογές το 2004 (0,67%), χωρίς να αντιπροσώπευαν την πραγματική δυναμική του κινήματος, αφού δεν είχαμε καμία παρουσία στα ΜΜΕ, βοήθησαν καθοριστικά στη συσπείρωση του χώρου.
Υπόψη ότι το 3,4% των Ελλήνων, σύμφωνα με έρευνα της VPRC, τα τελευταία χρόνια δηλώνουν «Οικολόγοι». Με δεδομένο το ότι «κομμουνιστής» δηλώνει μόνο το 3% αλλά το ΚΚΕ παίρνει ποσοστά πολλαπλάσια, τα περιθώρια είναι μεγάλα. Έτσι, το 1,05% που λάβαμε στις περσινές εθνικές εκλογές, πρώτοι από τα κόμματα που δεν εξέλεξαν βουλευτή και πάνω από τον πολυδιαφημισμένο με κρατικό χρήμα Παπαθεμελή, αποτέλεσε μια νέα βάση για ανάπτυξη.
Το περσινό εκλογικό αποτέλεσμα, βέβαια, θα μπορούσε να αποσπάσει μεγαλύτερο μέρος της ψήφου διαμαρτυρίας, μια τάση που κατέγραφαν και οι δημοσκοπήσεις. Πολλοί την τελευταία βδομάδα, όμως, υιοθέτησαν τη διαδεδομένη δια της τηλοψίας άποψη ότι η ψήφος σε κόμμα που δε βγάζει βουλευτές, πηγαίνει «δια της τεθλασμένης» στο πρώτο κόμμα και έτσι στράφηκαν στα δυο σχήματα της Αριστεράς, στην αποχή και στο άκυρο-λευκό, παρά τη συμπάθεια που έτρεφαν προς τους Οικολόγους Πράσινους.
Όμως οι Οικολόγοι Πράσινοι πέτυχαν, επιπλέον, να αποκτήσουν ευρύτερη ακτινοβολία και να καθιερωθούν ως αξιόπιστος πολιτικός φορέας, με πρόγραμμα, στελέχη και απόψεις για όλα τα ζητήματα. Ο στόχος της συγκρότησης του φορέα σε μια ζώσα οργάνωση με πανελλαδική δικτύωση έχει αρκετά επιτευχθεί και μάλιστα σε πολύ δύσκολες συνθήκες, με πενιχρά οικονομικά δεδομένα και ελλιπή έως ανύπαρκτη παρουσίαση στα ΜΜΕ. Θετικό είναι και το ότι ξεκαθάρισε το τοπίο με τα διάφορα προσωποπαγή σχήματα που εκθέτουν την οικολογία. Πριν την προεκλογική μας εκστρατεία, το Μάρτιο του 2007, είχαμε υιοθετήσει ένα συνολικό πρόγραμμα αλλαγών για την ελληνική κοινωνία, κάτι που δεν έκαναν τα αριστερά κόμματα.
Το 3,5% που έδωσε στους Οικολόγους Πράσινους η έρευνα του Ιουλίου 2008 της VPRC, κάτι που εξασφαλίζει την είσοδό μας στη Βουλή, προφανώς αντανακλά την αποδέσμευση σημαντικού αριθμού πολιτών που αναζητούν εναλλακτικές λύσεις στο δικομματισμό. Στην ελληνική κοινωνία έχουν γίνει βαθιές αλλαγές σε επίπεδο αξιών και ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας –κυρίως νέοι- στρέφεται συνειδητά προς πιο οικολογικές, δημοκρατικές και κοινωνικά υπεύθυνες επιλογές, τόσο στην πολιτική όσο και στην καθημερινή ζωή τους.
Η στροφή αυτή έχει ήδη καταγραφεί και στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του 2006, με την ενίσχυση ανεξάρτητων σχημάτων με σαφές οικολογικό και κοινωνικό προφίλ. Στη Θεσσαλονίκη π.χ. με 4,6% εκλέξαμε δύο νομαρχιακούς συμβούλους. Οι αναλύσεις έδειξαν ότι ένα δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας (κυρίως νέοι ψηφοφόροι, πολλοί που είχαν ψηφίσει το 2004 ΝΔ και άτομα με αντι-πολιτική στάση) στρέφεται προς τις πράσινες πολιτικές προτάσεις.
Μετά τις εθνικές εκλογές οι Οικολόγοι Πράσινοι είναι ένα κόμμα που αναπτύσσεται κοινωνικά και πολιτικά σε όλη την περιφέρεια, σε αυτό εντάσσονται ενεργοί πολίτες, δραστήριοι στην κοινωνία των πολιτών, που αγωνίζονται για την προστασία του περιβάλλοντος, τη συμμετοχική δημοκρατία και το διάλογο, τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη στροφή σε πιο πράσινες και κοινωνικά υπεύθυνες οικονομικές δραστηριότητες, τη μείωση του χάσματος μεταξύ αυτών που σπαταλούν άκριτα και αυτών που δεν έχουν πώς να επιβιώσουν.
Βέβαια, στη Νότια Ευρώπη είχαμε και μια πιο δυνατή Αριστερά ενώ στη Βόρεια Ευρώπη οι Πράσινοι είναι και πιο οργανωμένοι και εκεί ο πολίτης δεν περιμένει να γίνει κάτι μόνο από το κράτος αλλά αναλαμβάνει και πρωτοβουλίες. Ήδη όμως η κοινωνική συνείδηση και η πολιτική εικόνα στην Ελλάδα αλλάζει.

Το διεθνές κίνημα

Από τη δεκαετία του ’70, που άρχισαν να κάνουν εμφανή την παρουσία τους τα οικολογικά κινήματα, συνεχώς καταγγέλλουν τα συμφέροντα, την υποβάθμιση της ζωής και της φύσης, την περιστολή των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το μιλιταρισμό, τον καταναλωτισμό, την κερδοσκοπία, την πείνα κ.α. Όλα αυτά τα χρόνια η οικολογική κριτική δυστυχώς έχει επιβεβαιωθεί σε όλες τις «προφητείες» της. Άλλο θέμα είναι το ότι συνηθίζουμε στην επιδείνωση όλων των δεικτών και δεν εξεγειρόμαστε.
Σίγουρα, κάποιοι απαντούν με κυνισμό ότι «δεν καταστράφηκε και ο κόσμος βρε αδερφέ!». Φαντάζεται όμως κανείς πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς την αντίσταση των πολιτών, μέσα και έξω από τους θεσμούς, χωρίς τις νίκες ακόμη και σε δικαστικές μάχες, χωρίς την αλλαγή της συνείδησης των ανθρώπων;
«Η σκληρή κριτική μας στον κόσμο που ζούμε είναι γιατί είμαστε ερωτευμένοι με τη ζωή και θέλουμε να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο πιο όμορφο», λένε οι οικολόγοι και δεν περιμένουν να καταρρεύσει το σύστημα για να εφαρμόσουν τις προτάσεις τους. «Φτιάχνουμε τους καιρούς που ζούμε και παλεύουμε ‘να σώσουμε οτιδήποτε κι αν σώζεται’». Πράσινα κόμματα έχουν πλέον παρουσία και επιτυχίες σε όλες τις ηπείρους και συνεχίζουν να επεκτείνονται σε «άγονες» μέχρι τώρα χώρες. Πολλοί αγνοούν π.χ. ότι στην Ταϊβάν οι Πράσινοι μπόρεσαν να σταματήσουν το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας τους ή ότι στη Βραζιλία έχουν 6 βουλευτές στην Ομοσπονδιακή Βουλή και έναν υπουργό στην κυβέρνηση Λούλα.
Εντυπωσιακές επιτυχίες έχουν οι Πράσινοι και ως δημοτική διαχείριση σε πόλεις μεσαίου κυρίως μεγέθους:
• Στο Ελσίνκι η συμμετοχή των αστικών συγκοινωνιών στις μετακινήσεις των πολιτών αυξήθηκε σε λίγα χρόνια από 30 σε 70%.
• Το γερμανικό Φράιμπουργκ θεωρείται η ανεπίσημη οικολογική πρωτεύουσα της Ευρώπης και είναι αυτή τη στιγμή η πιο περιζήτητη πόλη για αδελφοποίηση.
• Η Φρανκφούρτη αναδείχθηκε τη δεκαετία του ’90 σε πρότυπο πολυπολιτισμικότητας.
• Ήδη εμφανίζονται και τα πρώτα πειράματα «πόλεων χωρίς σκουπίδια».
Η έμφαση αυτή στην τοπική και θεματική δράση λειτουργεί και ως συνεκτικός ιστός των διαφορετικών τάσεων, από οικοαναρχικούς μέχρι τεχνοκράτες. Δεν περιμένουμε κάποια εξέγερση των μαζών για να αλλάξουμε τη ζωή μας, όπως δεν περιμένουμε να χιονίσει για να δούμε …άσπρη μέρα. Η εξουσία δεν εξαφανίζεται με …κατάρες ή επαναστατική γυμναστική. Το οικολογικό κίνημα έχει αποδείξει ότι μπορεί να επιβάλλει κρίσιμες αλλαγές και δομικές μεταρρυθμίσεις: σαφές χρονοδιάγραμμα κατάργησης των πυρηνικών εργοστασίων, στήριξη συνεταιρισμών παραγωγών-καταναλωτών, διασύνδεση της αγροτικής πολιτικής με τη διατροφική ασφάλεια και την προστασία των καταναλωτών, ισότιμη ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία, δημόσια χρηματοδότηση για ανακαινίσεις κατειλημμένων κτιρίων κ.α.
Σήμερα πια έχει αναδυθεί μια παγκόσμια Κοινωνία των Πολιτών, που δεν περιμένει τα πάντα από τις κυβερνήσεις. Πέρα από την απλή διεκδίκηση ή την επεξεργασία προτάσεων, πέρα από τη συμμετοχή σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ή κινήματα πολιτών, εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο στηρίζουν με τις καθημερινές τους επιλογές εναλλακτικές προσπάθειες σε τομείς που ξεκινούν από δίκτυα «Δίκαιου Εμπορίου» με κοινότητες του Τρίτου Κόσμου και φθάνουν μέχρι τη βιολογική γεωργία, την ήπια ενέργεια και την υπεύθυνη διαχείριση των αποταμιεύσεών τους.
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι ο «άλλος κόσμος», που «είναι εφικτός», δεν θα έρθει ποτέ, αν δεν αρχίσουμε να τον δημιουργούμε εμείς από σήμερα. Το ίδιο ευρύ ρεύμα αποτέλεσε τον κορμό του μεγάλου διεθνούς κινήματος αμφισβήτησης, που ξεκίνησε από το Σηάτλ με το σύνθημα ότι «οι άνθρωποι είναι πάνω από τα κέρδη» αλλά και των κινητοποιήσεων κατά της εισβολής στο Ιράκ, που ανέδειξαν την παγκόσμια κοινή γνώμη σε «δεύτερη υπερδύναμη».
Τα τελευταία χρόνια οι ριζοσπαστικές τάσεις γνωρίζουν μια νέα άνθηση στο εσωτερικό των Πράσινων. Το κίνημα του Σηάτλ ενίσχυσε την αίγλη των Αγγλοσαξόνων (Η.Π.Α., Βρετανία, Αυστραλία), που δεν είχαν ποτέ συμμετοχή σε κυβερνήσεις. Οι Ιρλανδοί Πράσινοι στήριξαν την επιτυχία του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα για τη συνθήκη της Νίκαιας, οι Αυστριακοί προτίμησαν να θυσιάσουν τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση παρά να συναινέσουν σε μια νεοφιλελεύθερη ασφαλιστική μεταρρύθμιση κ.α. Εκτιμούμε κάθε κινηματική ή ακτιβίστικη ενέργεια αλλά δεν υποστηρίζουμε αυτές που θέτουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές ή προσεγγίζουν τη φύση με μυστικιστική διάθεση.

Σε ποιους τομείς διαφοροποιούμαστε από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις

Η ποιότητα ζωής και η κοινωνική αλληλεγγύη είναι οι δύο πυλώνες της πολιτικής μας. Το κλίμα του πλανήτη ανατρέπεται, η παγκόσμια βιοποικιλότητα και τα δάση συρρικνώνονται, ο έλεγχος του πετρελαίου και του νερού πυροδοτούν νέες συγκρούσεις, τα μεταλλαγμένα εισβάλλουν. Και ενώ στον αναπτυγμένο κόσμο τα ινστιτούτα αδυνατίσματος θριαμβεύουν, τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού πρέπει να επιβιώνουν με ελάχιστα ευρώ κάθε μέρα. Την ίδια στιγμή ο κόσμος οδηγείται σε μεγαλύτερη ανασφάλεια και παράλογες συγκρούσεις, τρόμο, ξενοφοβία και αποξένωση. Η Οικολογία δεν ταυτίζεται μόνο με περιβαλλοντικά θέματα, τα οποία βέβαια μας απασχολούν αλλά είναι μια αφετηρία για μια συνολική κοινωνική κριτική. Υπάρχουν ζητήματα που επιζητούν επειγόντως λύσεις: η περιστολή των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ο μιλιταρισμός, ο καταναλωτισμός, η κερδοσκοπία, η πείνα κ.α. Είμαστε υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης και μέσα από το προσωπικό παράδειγμα, π.χ. υπερασπιζόμενοι τους αντιρρησίες. Είμαστε ενάντια στον εθνικισμό και ψάχνουμε να βρούμε φίλους στην άλλη πλευρά των συνόρων. Υποστηρίζουμε την ενσωμάτωση των μεταναστών, γιατί είναι άνθρωποι με προβλήματα, που διεκδικούν από τον ανεπτυγμένο κόσμο ένα κομμάτι του πλούτου που συσσωρεύτηκε με την εκμετάλλευση του Τρίτου κόσμου. Υποστηρίζουμε τα δικαιώματα των μειονοτήτων, ανεξάρτητα από καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, φύλο, σεξουαλική επιλογή. Αρνούμαστε την κυριαρχία του άντρα πάνω στη γυναίκα, δεχόμαστε την αποποινικοποίηση της χρήσης ουσιών, ταυτόχρονα με την άρνηση κάθε είδους εξάρτησης.

Σε τι διαφοροποιούμαστε σε σχέση με την Αριστερά

Η Αριστερά δίνει περισσότερο έμφαση στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας ενώ εμείς δεχόμαστε ότι υπάρχει αντίθεση ανθρώπου-φύσης αλλά και άνδρα-γυναίκας, παλιάς-νέας γενιάς, πόλης-υπαίθρου κ.α. Οι μπολσεβίκοι στόχευαν στο ξεσήκωμα των μαζών, αποζητούσαν την όξυνση της ταξικής πάλης, η οποία θα έφερνε και την κατάρρευση του συστήματος. Η Οικολογία είναι ένα εργαλείο ανάλυσης και κριτικής, που επεκτείνεται στην κριτική του τρόπου ζωής, παραγωγής και κατανάλωσης και αντιπροτείνει ένα νέο μοντέλο κοινωνίας, απελευθερωμένο απ’ τις εντάσεις, που σήμερα υποδουλώνουν τον άνθρωπο. Η αδυναμία της Αριστεράς να προσφέρει στο οικολογικό κίνημα κάτι παραπάνω από στοιχειώδη στήριξη, επιβάλει την ανάγκη για αυτόνομο πολιτικό πόλο. Χώρο για την οικολογία προσφέρει και το διεθνές κίνημα αμφισβήτησης, που ξεκίνησε το 1999 από το Σηάτλ, με πασιφανείς πράσινες συνιστώσες. Στην εποχή της γενικευμένης σύγχυσης, του θρυμματισμού των αξιών και των ιδεολογιών, της υποτίμησης της κοινής δράσης των ανθρώπων, οφείλουμε να προτάξουμε ένα νέο ουτοπικό όραμα.

Μπορεί κάποιος τρεφόμενος υγιεινά και διαλογιζόμενος να αλλάξει την πορεία του κόσμου;

Πιστεύουμε στην ανάγκη υιοθέτησης ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής εδώ και τώρα. Ο «άλλος κόσμος» δεν θα έρθει ποτέ, αν δεν αρχίσουμε να τον δημιουργούμε εμείς από σήμερα. Οι εναλλακτικές τεχνικές και θεραπείες συμβάλλουν στην αυτοβελτίωσή μας αλλά το κίνημα έχει δείξει ότι μπορεί να επιβάλλει και κρίσιμες αλλαγές και δομικές μεταρρυθμίσεις: χρονοδιάγραμμα κατάργησης των πυρηνικών εργοστασίων, στήριξη συνεταιρισμών παραγωγών-καταναλωτών, διασύνδεση της αγροτικής πολιτικής με τη διατροφική ασφάλεια, ισότιμη ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία, δημόσια χρηματοδότηση για ανακαινίσεις κατειλημμένων κτιρίων, πόλεις χωρίς σκουπίδια κ.α.

Ποια οικολογία;

Έχουμε αναλύσει έγκαιρα ότι δεν αρκεί να επιτίθεται κανείς λαύρος στην αυταρχική και δογματική παράδοση της Αριστεράς ή στο μπαμπούλα της Δεξιάς, επισείοντας τη σημαία της Οικολογίας, για να θεωρηθεί «οικολόγος». Χρειάζεται να ξεκαθαρίσεις τι εννοεί ως «αριστερά» σήμερα, πόσο έχει ξεκόψει από τις αρνητικές προσεγγίσεις και πρακτικές του κομμουνιστικού κινήματος, πόσο συνδέει μια νέα συνείδηση των σχέσεων ανθρώπου-φύσης με τις κατακτήσεις των κινημάτων την κοινωνικής χειραφέτησης, πόσο χρησιμοποιεί την Οικολογία ως σημαία ευκαιρίας, πόσο έχει μετασχηματίσει την οικολογική κριτική σε τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, πόσο κατανοεί το μέγεθος της οικολογικής κρίσης, πόσο αμφισβητεί τις υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας, πόσο συνδέει την περιβαλλοντική καταστροφή με τον τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης, πόσο προτιμά τη δουλειά του μυρμηγκιού απ’ το θόρυβο του άδειου τενεκέ, πόσο προωθεί το κίνημα σε σχέση με την προσωπική του ανέλιξη, πόσο έλκεται από τα παιχνίδια της κεντρικής πολιτικής σκηνής, πόσο αναπτύσσει την τοπική και εντοπισμένη θεματικά δράση.
Σήμερα, 35 χρόνια μετά την εισαγωγή της έννοιας της «Οικολογίας» στη χώρα μας, είναι λοιπόν σαφές ότι δεν αρκεί να δηλώνεις «οικολόγος», όπως δεν αρκεί να δηλώνεις και «αριστερός». Κανένα πρόβλημα δεν λύνουν οι επιθετικοί προσδιορισμοί, μια και μένουν μετέωρα μια σειρά σοβαρά ερωτήματα.
Η καταστροφή του πλανήτη και η γενικευμένη απειλή του θανάτου επικρέμεται πάνω μας όχι μόνο λόγω του πυρηνικού οπλοστασίου -που ήδη «αποκεντρώθηκε» περιφερειακά- αλλά και από τη μετάλλαξη της ζωής, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, την τρύπα του όζοντος, την αποδάσωση, την ερημοποίηση, τη ρύπανση, την πείνα, την ίδια τη σεξουαλική επαφή, την έξαρση των εθνικισμών, τη συντριβή του ψυχισμού και της αλληλεγγύης των ανθρώπων.
Όμως από το «πρασίνισμα» των νεοφιλελεύθερων πολιτικών μέχρι την κοινωνική οικολογία, τα προβλήματα φαίνεται να επιδέχονται περισσότερες από μία «λύσεις». Όμως για να διαπιστώσεις την ποιότητά τους και να τις υποστηρίξεις δεν έχεις να επιλέξεις μόνο μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, οικολόγων και περιβαλλοντιστών, ριζοσπαστών και εκσυγχρονιστών, οπαδών του συλλογικού σχεδιασμού και της ελεύθερης αγοράς, του καλού και του κακού.
Σήμερα, έχεις να διαλέξεις και ανάμεσα στην αυτονομία και τον συγκεντρωτισμό, τον αυτοκαθορισμό και τον ετεροκαθορισμό, το συλλογικό και το μαζικό, τη δημοκρατία και τον αυταρχισμό, το μικρό και το μεγάλο, την αποκέντρωση και τη γραφειοκρατία, την αποδοχή της διαφοράς και την ομογενοποίηση, την πολυδιάσταση και την εξειδίκευση, την αυτόνομη δημιουργία και την τυποποίηση, την εναλλακτική τεχνολογία και τον τεχνοκρατισμό, την αποστρατικοποίηση και το μιλιταρισμό, τη συνεννόηση και τον εθνικισμό.
Σήμερα, όποιος αρνείται τη λατρεία της παραγωγής, την αρχή της ατέλειωτης προόδου, την ανάπτυξη που σκοτώνει, την κυριαρχία στη φύση, την κατευθυνόμενη κατανάλωση, τη λεηλασία της γης, την απολυταρχία της αγοράς και την κοινωνία του κέρδους, την πυρηνική απειλή, τον εκφασισμό της κοινωνικής ζωής, την κυριαρχία των ειδικών, το κουρέλιασμα των ανθρώπινων συνειδήσεων, δεν μπορεί παρά να είναι αντίθετος στην μεγιστοποίηση, τη συγκέντρωση, τον επιστημονισμό, την τεχνοκρατία, τον καταναλωτισμό, το μιλιταρισμό, τον κρατισμό, την κυριαρχία.
Σήμερα οι λύσεις δεν μπορεί να είναι απλά σοσιαλιστικές ή οικολογικές. Πρέπει να συνδυάζουν την αγωνία «να σώσουμε λίγο απ΄ το αύριο που μας κλέβουν», με την αμφισβήτηση των ίδιων των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών αιτίων, που δημιουργούν και αναπαράγουν την απειλή καθολικής κατάρρευσης. Πρέπει να αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα του επαναπροσδιορισμού των αναγκών μας και του τρόπου ζωής μας, παράλληλα με την προώθηση ριζικών, δομικών αλλαγών στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς. Πρέπει να αμφισβητούν έμπρακτα την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο σε άνθρωπο, του διευθυντή πάνω στο διευθυνόμενο, του εργοδότη πάνω στον εργαζόμενο, του άνδρα πάνω στη γυναίκα, των αναπτυγμένων χωρών πάνω στις υπανάπτυκτες, της πλειοψηφίας πάνω στις μειοψηφίες, των κρατών πάνω στις μειονότητες, της «κανονικότητας» πάνω στις ιδιαιτερότητες, του φυσιολογικού πάνω στο «αποκλίνον».
Αυτή είναι η δική μας οικολογία.

Δε στηριζόμαστε στις δημοσκοπήσεις

Υπάρχουν τελευταία πολλές καλές δημοσκοπήσεις που μας ανεβάζουν μέχρι το 4,1%. Προφανώς μια δημοσκόπηση είναι προβολή μιας υπαρκτής τάσης και φωτογραφίζει τη στιγμή. Αντανακλά, όμως, μια υπαρκτή αποδέσμευση πολιτών που αναζητούν εναλλακτικές λύσεις.
Στην ελληνική κοινωνία έχουν γίνει βαθιές αλλαγές σε επίπεδο αξιών και ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας –ιδιαίτερα νέοι άνθρωποι και γυναίκες– στρέφονται συνειδητά προς πιο οικολογικές, δημοκρατικές και κοινωνικά υπεύθυνες επιλογές, τόσο στην πολιτική όσο και στην καθημερινή ζωή τους. Αυτές οι νέες κοινωνικές δυνάμεις –που ξεπερνούν, φυσικά, το 3,5%- δεν εκπροσωπούνται από τα άλλα κόμματα και στρέφονται προς τους Οικολόγους Πράσινους.
Ας μην ξεχνάμε ότι η στροφή αυτή έχει ήδη καταγραφεί και εκλογικά στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές. Εκτός από το ποσοστό μας 4,6% στη Θεσσαλονίκη, παραπλήσια χαρακτηριστικά είχαν και άλλα δημοτικά και νομαρχιακά σχήματα που κατέβηκαν ανεξάρτητα από τα κόμματα και είχαν ένα σαφές οικολογικό και κοινωνικό προφίλ.
Χρειάζεται, βέβαια, να πείσουμε ότι ως κόμμα μπορούμε να εκπροσωπήσουμε αυτές τις αξίες και πολιτικές με σοβαρό και αξιόπιστο τρόπο, ότι δεν θα απογοητεύσουμε τους πολίτες που μας εμπιστεύονται.

Γιατί ένας πολίτης να επιλέξει Οικολόγους Πράσινους;

Δεν αρκεί ένας πολίτης να απορρίψει τα δύο κόμματα που έχουν ασκήσει εναλλάξ την εξουσία και από αντίδραση να ψηφίσει ένα μικρό, που απλά δεν του δόθηκε η ευκαιρία να αποδείξει ότι ίσως να είναι χειρότερο από τα δύο μεγάλα. Χρειάζεται να αναζητήσει όχι μόνο διαφορετικό περιεχόμενο στην κεντρική πολιτική σκηνή αλλά και νέο μοντέλο πολιτικής δράσης.
Εμείς επιδιώκουμε όχι μόνο την πολιτική και εκλογική ενίσχυση των Οικολόγων Πράσινων αλλά και την ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών, την ανάληψη μεγαλύτερου και ουσιαστικότερου ρόλου στη διαμόρφωση και εφαρμογή των πολιτικών. Θεωρούμε ότι χωρίς ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών δεν μπορούν να προχωρήσουν οι βαθιές αλλαγές που είναι απαραίτητες σήμερα, και αυτό θέλουμε να εκφραστεί και σε θεσμικό αλλά και σε καθημερινό επίπεδο, στην πολιτική κουλτούρα αλλά και στο μοντέλο διακυβέρνησης.
Να ένα απλό παράδειγμα σε πόσα μπορεί να διαφέρουμε από τα άλλα κόμματα: Τα κόμματα σήμερα αξιοποιούν την κρατική χρηματοδότηση (που για ένα μικρό κόμμα φτάνει και τα 3,5 εκατομμύρια Ευρώ), και άλλες ρυθμίσεις (αποσπάσεις από το δημόσιο, διευκολύνσεις και) για να αναπτύξουν μια υπερβολική και εσωστρεφή κομματική γραφειοκρατία, με δικά της συμφέροντα. Εμείς δεν πρόκειται να επιδιώξουμε τη δημιουργία μιας τέτοιας εσωστρεφούς και αυτό-αναπαραγόμενης γραφειοκρατίας, πέρα από τα στελέχη που θα είναι αναγκαία για την πολιτική δουλειά που πρέπει να γίνει εντός και εκτός Βουλής. Έχουμε αποφασίσει ότι μέρος των χρημάτων της κρατικής χρηματοδότησης αλλά και του μισθού των βουλευτών θα διατεθεί, αντί για τη συντήρηση κομματικής γραφειοκρατίας, στην ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών και την οργάνωση περιβαλλοντικών και κοινωνικών δράσεων με διαφανή τρόπο. Είμαστε διατεθειμένοι να δημιουργήσουμε όχι μόνο ένα Πράσινο Ίδρυμα για την Προώθηση των Πολιτικών για το Περιβάλλον και την Κοινωνική Αλληλεγγύη αλλά και ένα Ταμείο Περιβαλλοντικής και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που θα υποστηρίζει κάθε χρόνο με 500.000 Ευρώ περιβαλλοντικά και κοινωνικά προγράμματα, που θα μπορούν να υλοποιήσουν με αποτελεσματικό και διαφανή τρόπο οργανώσεις και πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών.

Αλλάζουμε τη ζωή μας, αλλάζουμε την πολιτική

Πρόσωπο με πρόσωπο, λέμε στους πολίτες: Αν πιστεύεις ότι κάποιο άλλο πολιτικό κόμμα έχει ως προτεραιότητα την επίλυση των πολύ σοβαρών και αλληλένδετων οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων τότε ψήφισέ το. Αν, όμως, πιστεύεις ότι τώρα ήρθε η ώρα να υπάρξει αφενός πολιτικό κόστος για όλους αυτούς που συνέβαλαν στην καταστροφή και από την άλλη να προωθηθούν εδώ και τώρα, χωρίς στενή κομματική εκμετάλλευση, λύσεις για τα περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα με συνεκτικό τρόπο, ίσως πρέπει να στηρίξεις τους Οικολόγους Πράσινους. Η παρουσία τους στη Βουλή και η συνεργασία με τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές οργανώσεις στα κοινά θέματα θα ταράξουν τα νερά και κανείς δεν θα μπορεί να αγνοήσει τη δύναμη χιλιάδων ευαισθητοποιημένων πολιτών. Η προσωπική δέσμευση όταν συναντήσει τη δέσμευση και εκατοντάδων χιλιάδων άλλων ανθρώπων θα γίνει δύναμη αλλαγής. Η οργή και η αγανάκτηση έχουν φουντώσει, δώσε όμως θετική διέξοδο, πάρε και εσύ μέρος στην αλλαγή των πολιτικών και την προώθηση προτάσεων για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης.

Μήπως η ψήφος στους Πράσινους Οικολόγους είναι περισσότερο ψήφος διαμαρτυρίας;

Είναι λάθος να μπερδεύουμε τη διαμαρτυρία με την έλλειψη προτάσεων. Παρουσιάσαμε ένα πρόγραμμα δεκάδων σελίδων στις τελευταίες εκλογές και προβάλλουμε εναλλακτικές λύσεις σχεδόν σε κάθε παρέμβασή μας. Ανοιγόμαστε και σε θέματα πέρα από το περιβάλλον, όπως με το ασφαλιστικό, όπου τον περασμένο Δεκέμβριο καταθέσαμε μια αναλυτική εναλλακτική πρόταση. Αρκετές από τις προτάσεις αυτές θα μπορούσαν να είναι άμεσα «υιοθετήσιμες», αν υπήρχε η ανάλογη πολιτική βούληση.
Γίνεται φανερό σε ολοένα και περισσότερους πολίτες πως είναι καιρός η ελληνική Βουλή να αποκτήσει μια κοινοβουλευτική ομάδα Οικολόγων Πρασίνων ώστε να προωθηθούν οι αναγκαίες αλλαγές στην οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική πολιτική, για να βελτιωθεί η ζωή των πολιτών. Η βαθιά οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική κρίση που ζούμε σήμερα έχει δομικό χαρακτήρα και χρειάζεται τολμηρές πράσινες-οικολογικές λύσεις.

Οι Οικολόγοι Πράσινοι που τοποθετούνται, σχηματικά, στο πολιτικό φάσμα;

Σε όλη την Ευρώπη, τα Πράσινα κόμματα αποτελούν έναν 4ο διακριτό πολιτικό πόλο, πέρα από τη Δεξιά, τη Σοσιαλδημοκρατία και την Αριστερά. Αναγνωρίζουμε την πολιτική μας καταγωγή από τον χώρο της πολιτικής αμφισβήτησης που προέκυψε από τα κινήματα της νεολαίας κατά τη δεκαετία του 1960 και από την κριτική (και αυτοκριτική) αριστερά και μας ενώνει με αυτήν η επιθυμία για κοινωνική δικαιοσύνη και κοινωνική αλλαγή. Είμαστε όμως διαφορετική πολιτική παράταξη με διαφορετικές προτεραιότητες και στόχους. Ταυτόχρονα, σε ζητήματα δικαιωμάτων και ελευθεριών συντασσόμαστε με φιλελεύθερους κοινωνικούς χώρους που βρίσκονται πιο μπροστά από την Αριστερά.
Πιστεύουμε πως μια γραμμική διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς (κι επομένως ένας υποτιθέμενος «μεσαίος χώρος») δεν μπορεί να ερμηνεύει πλέον ικανοποιητικά τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τα ζητήματα του 21ου αιώνα, του αιώνα της οικολογίας. Παρόλα αυτά:
-Δεν ανήκουμε στη συντήρηση. Είναι βέβαιο ότι οι αλλαγές που πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητες για να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα την πρωτοφανή οικολογική κρίση θα πρέπει να είναι εκτεταμένες και ριζοσπαστικές. Τα διογκωμένα περιβαλλοντικά και κοινωνικά προβλήματα δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν με παλιά εργαλεία και νοοτροπίες. Ωστόσο, διαθέτουμε και κάποιες… συντηρητικές όψεις: θέλουμε να συντηρήσουμε την πολιτιστική κληρονομιά (π.χ. την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, που τυχαίνει να διαθέτει και πολλά βιοκλιματικά στοιχεία), τις ποικίλες πολιτιστικές ταυτότητες (περιλαμβανομένων και των κοινοτήτων των μεταναστών και των μειονοτήτων) και βέβαια να προστατέψουμε τη μοναδική φύση αυτής της χώρας με τις ανθρώπινες κοινότητές της σε αρμονική συμβίωση και όχι σε αντιπαλότητα.
-Δεν είμαστε νεοφιλελεύθεροι. Είναι βέβαιο ότι ο πολιτικός οικολογικός λόγος που θέλουμε να εκφράσουμε διακρίνεται από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Θεωρούμε ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός σε τελική ανάλυση ενέχει αντιφάσεις που τον φέρνουν σε αντίθεση με άλλες πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες και γενικότερα με τον κοινωνικό φιλελευθερισμό. Μια ασύδοτη «ελεύθερη» αγορά, με την αλληλένδετη ιδεολογία της αέναης οικονομικής μεγέθυνσης, οδηγεί μέσω του άγριου ανταγωνισμού, στην ανάπτυξη ολιγοπωλίων, στην ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου και στην ανάπτυξη «διαπλεκόμενων συμφερόντων» και διαφθοράς που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε μια ολιγαρχική τυραννία οργουελικών διαστάσεων. Πρόκειται για μια εικόνα που διαμορφώνεται και στη χώρα μας, υπό τις ευλογίες της κυβερνητικής παράταξης, η οποία ίσως αποτελεί και μια από τις χειρότερες κυβερνήσεις της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες. Εμείς είμαστε υπέρ της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
-Πιστεύουμε στην προοδευτική πολιτική. Στόχος μας η αποδυνάμωση (και με νομοθετικά μέσα) των μεγάλων και πολυεθνικών επιχειρήσεων (που λειτουργούν και σαν μικρές δικτατορίες) και η ενδυνάμωση, αυτοοργάνωση και δικτύωση των μικρών παραγωγών, σε μια οικονομία αποκεντρωμένη και τοπικής κλίμακας, που να σέβεται τα τοπικά φυσικά χαρακτηριστικά (γονιμότητα εδάφους, διαθεσιμότητα νερού και φυσικών πόρων, μη-οικονομικές περιβαλλοντικές παροχές) και να ελέγχεται από τις δημοκρατικές διαδικασίες των ώριμων και υπεύθυνων τοπικών κοινωνιών. Γενικότερα πιστεύουμε ότι το δημοκρατικό μας σύστημα χρήζει αναμόρφωσης και εμβάθυνσης, καθώς πολλές πλευρές του δεν είναι και τόσο… δημοκρατικές. Εμείς παίρνουμε τη συμμετοχική δημοκρατία πολύ πιο σοβαρά από το να εκφράζουν τα μέλη την άποψή τους για τον αρχηγό του κόμματος (!) και θέλουμε να συνεισφέρουμε στη διαμόρφωση πιο αμεσοδημοκρατικών θεσμών.
-Υποστηρίζουμε την «από τα κάτω» κοινωνική δυναμική. Αναπτύσσουμε τους δεσμούς αλληλεγγύης και συνεργασίας στους αγώνες με επιμέρους άτομα και συνιστώσες του κοινωνικού κινήματος. Διαφωνούμε όμως με τον ενοχλητικό παραγωγισμό και μια ιδιότυπη αριστερή λατρεία της ανάπτυξης, από μια διστακτική και χλιαρή αντίδραση σε περιβαλλοντικά ζητήματα και από μια αδυναμία ανάδειξης του ριζοσπαστικού και κεντρικού τους χαρακτήρα. Πιστεύουμε ότι η αυτόνομη παρουσία μας στο εκλογικό γίγνεσθαι θα μας απελευθερώσει ώστε να αρθρώσουμε έναν σαφέστερο και οξύτερο λόγο, ο οποίος πιστεύουμε ότι θα αποβεί και χρήσιμος για το κοινωνικό σύνολο.

Για το ενδεχόμενο συνεργασίας -προεκλογικής σύμπραξης με μεγαλύτερα κόμματα

Οι Οικολόγοι Πράσινοι διεκδικούν τη συγκρότηση ενός τέταρτου διακριτού πολιτικού πόλου, διαφορετικού από τη δεξιά, το ΠΑΣΟΚ και την αριστερά και αυτό φαίνεται ότι αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα. Πιστεύουμε πως η ύπαρξη ενός διακριτού, μαζικού, σύγχρονου πράσινου κόμματος στην κεντρική πολιτική σκηνή είναι ανάγκη της κοινωνίας (αλλά και επιθυμία σημαντικού τμήματός της) και θέλουμε να αποδείξουμε πως αυτό μπορεί να γίνει άμεσα πραγματικότητα. Δεν ενσωματωνόμαστε στις εκλογικές στρατηγικές κανενός κόμματος.

Το ερώτημα που μας θέτουν, επίσης, είναι: Αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία, θα συνεργαζόμασταν με κάποιο από τα μεγάλα κόμματα προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση;

Εάν και όταν υπάρξει αυτό το ενδεχόμενο, θα γίνει και η συζήτηση με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα και τη ρεαλιστικότητα υλοποίησης συγκεκριμένων αλλαγών που απαιτούμε. Η συζήτηση αυτή θα γίνει με διαφανείς διαδικασίες, με τη συμμετοχή όλων των μελών μας.
Εν γένει, προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι η αλλαγή της σημερινής πολιτικής κουλτούρας (λογική αυτοδυναμιών, συμφωνίες σε ιδεολογική και όχι προγραμματική βάση), η διαμόρφωση κοινωνικών πλειοψηφιών σε επιμέρους ζητήματα και μια δημόσια συμφωνημένη πολιτική προγραμματική συμφωνία.
Είμαστε αντίθετοι σε μονοκομματικές αυτοδύναμες κυβερνήσεις και βιώνουμε τη ζημιά που έχουν κάνει δεκαετίες τώρα. Δύσκολα όμως φανταζόμαστε συνεργασία με πολιτικούς χώρους οι οποίοι υποστηρίζουν απαράδεκτες προτάσεις και πρακτικές (π.χ. υποστήριξη ρυπογόνου λιγνίτη, υδροβόρου βαμβακιού, εκτροπή Αχελώου, ανάπτυξη αυτοκινητόδρομων, έλλειψη δασολόγιου, στήριξη αυθαίρετης και αντιοικολογικής δόμησης κλπ).
Δεν μας ενδιαφέρει απλώς να συμμετάσχουμε στην κατάληψη της εξουσίας μαζί με ένα ή περισσότερα κόμματα για να μετέχουμε και εμείς στο πολιτικό σύστημα όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα και έχει απογοητεύσει μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.
Είμαστε πάντως ανοικτοί στον πολιτικό διάλογο με όλα τα δημοκρατικά πολιτικά κόμματα και με την κοινωνία των πολιτών. Είναι τα άλλα κόμματα που πρέπει να αλλάξουν και να δεχθούν την αναγκαιότητα βαθιών αλλαγών στην πολιτική. Εμείς δεν φοβόμαστε ούτε να είμαστε στην αντιπολίτευση, ούτε να συμμετέχουμε σε πιθανή κυβέρνηση συνεργασίας είτε να στηρίζουμε υπό όρους μια κυβέρνηση μειοψηφίας αν δεσμεύεται σε μια σειρά πολιτικών αλλαγών. Το κύριο όμως για μας είναι αν, από όποια θέση και αν βρισκόμαστε, προωθούνται αλλαγές που θα βελτιώσουν τη ζωή των πολιτών και θα προωθούν τις αναγκαίες οικολογικές και κοινωνικές αλλαγές.

Θα μπορούσε να υπάρξει ένας «μεγάλος συνασπισμός»;

Η απαξίωσή του πολιτικού συστήματος είναι πρόβλημα και ευθύνη των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων. Πρόβλημα των πολιτών είναι μόνο να μην την αφήσουμε να μετατραπεί σε γενικότερη απαξίωση της δημοκρατίας. Πέρα από την ανάδυση νέων πολιτικών ρευμάτων και την οικοδόμηση εναλλακτικών λύσεων, η κρίση αυτή θα μπορούσε να αποτελεί για την ελληνική κοινωνία μια πολύ ουσιαστική ευκαιρία: για χειραφέτηση της κοινωνίας από το κράτος, απελευθέρωση των κοινωνικών παρεμβάσεων από τη σκιά της κεντρικής πολιτικής και ενίσχυση της Κοινωνίας των Πολιτών.
Βέβαια, όταν ο δικομματισμός καταρρέει, είναι λογικό οι πολίτες να αναρωτιόνται ποιο μπορεί να είναι το μοντέλο διακυβέρνησης που θα το αντικαταστήσει. Τέσσερις είναι οι βασικές αλλαγές στο επίπεδο διακυβέρνησης που απαιτούνται και σε αυτές θα επικεντρώσουν τις πολιτικές παρεμβάσεις τους οι Οικολόγοι Πράσινοι:
1. Κατ’ αρχή, συγκεκριμένη δέσμευση των εταίρων σε ένα πρόγραμμα που θα συμβάλει στην στροφή της πολιτικής στην Ελλάδα σε μια κατεύθυνση που τα κύρια στοιχεία της είναι η οικολογική βιωσιμότητα, η κοινωνική αλληλεγγύη, μια πράσινη οικονομία και η συμμετοχική δημοκρατία, ισχυρή πολιτική δέσμευση για περιβαλλοντική πολιτική, πολιτική για την κλιματική αλλαγή κ.α.
2. Δεύτερον, πρέπει να υπάρξει σαφής πολιτική δέσμευση για την αντιμετώπιση της διαφθοράς και ανατροπή της κουλτούρας που λέει ότι το κόμμα που κερδίζει στις εκλογές καταλαμβάνει με τα δικά του παιδιά το κράτος και τα στελέχη του αξιοποιούν τα πόστα που καταλαμβάνουν για δικό τους κομματικό και προσωπικό όφελος. Τέλος σε αυτές τις πολιτικές, η κοινωνία δεν το ανέχεται πλέον -τουλάχιστον μεγάλο τμήμα της. Η διοίκηση πρέπει να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και όχι το κομματικό συμφέρον ή το συμφέρον ισχυρών οικονομικών λόμπι.
3. Τρίτον, πρέπει να αναπτυχθεί μια νέα κουλτούρα για τη διακυβέρνηση, οι πολίτες πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση των πολιτικών που επηρεάζουν τη ζωή τους, να γίνει πιο συμμετοχική η δημοκρατία μας, πιο ποιοτική δηλαδή. Όποια και αν είναι η κυβέρνηση - μονοκομματική ή συνεργασία κομμάτων - πρέπει να υπάρχει πολιτικός διάλογος, διάλογος με την κοινωνία των πολιτών. Πρέπει και μπορούμε να μπολιάσουμε τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς με θεσμούς πιο άμεσης δημοκρατίας, ώστε οι πολίτες να μην νιώθουν και είναι αποκομμένοι από την πολιτική και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Μόνο μια τέτοια βαθιά αλλαγή θα αναδημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με την κοινωνία.
4. Τέταρτον, πρέπει να αλλάξει το μοντέλο σχηματισμού κυβερνήσεων. Σήμερα επιδιώκεται με το 35% των ψήφων, για παράδειγμα, να σχηματίζεται κυβερνητική πλειοψηφία με 51-52% των βουλευτών, χάρη στη δωρεά 50 επιπλέον εδρών στο πρώτο κόμμα (περίπου 1/3 των εδρών που θα βγάλει το πρώτο κόμμα). Αυτό το σύστημα είναι απαράδεκτο. Η εναλλακτική λύση είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας, που βασίζονται και υλοποιούν ένα δημόσια συμφωνημένο πολιτικό πρόγραμμα για να ξέρουν οι πολίτες τι ψήφισαν. Αν οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν βασίζονται σε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα τότε θα αποτύχουν όπως και οι μονοκομματικές κυβερνήσεις. Σημασία λοιπόν έχει το πρόγραμμα, και οι δεσμεύσεις για την υλοποίηση του αλλά και η αξιοπιστία των συνομιλητών.
Είναι σαφές ότι αυτές οι προϋποθέσεις σήμερα δεν υφίστανται.

Είναι ελπιδοφόρο, όμως, ότι ο σύγχρονος Έλληνας αναπτύσσει εντονότερη οικολογική συνείδηση.

Η θετική εξέλιξη την τελευταία δεκαετία είναι οφθαλμοφανής. Χρειάζονται όμως και κάποιες σημαντικές δομικές αλλαγές για την διευκόλυνση της ανάπτυξης της οικολογικής συνείδησης των πολιτών.
Δυστυχώς στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να μην εμπιστευόμαστε ούτε το διπλανό μας αλλά ούτε και τις δικές μας δυνάμεις. Ταυτόχρονα, αρεσκόμαστε να ασχολούμαστε με τις ανησυχίες και την καταδίκη υπαρκτών ή ανύπαρκτων ενόχων, παρά με τις λύσεις των προβλημάτων ή πολύ περισσότερο με τη δική μας συμβολή σε αυτές. Η παρουσία των Οικολόγων Πράσινων στη Βουλή και στην Ευρωβουλή θα δυναμώσει την κοινωνία των πολιτών και θα βοηθήσει στην αλλαγή των κυρίαρχων αξιών.

Για περισσότερα, ρίξτε μια ματιά στην ιστοσελίδα www.ecogreens.gr και στην www.ecology-salonika.org.


Μιχάλης Τρεμόπουλος,
μέλος της Γραμματείας των Οικολόγων Πράσινων,
νομαρχιακός σύμβουλος Θεσσαλονίκης
Read more...

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

Ο εθνικιστικός λόγος του Άνθιμου

Δείτε ένα βίντεο με τις δηλώσεις του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμου για "τα κομμάτια της Μακεδονίας που λείπουν" και την υπαναχώρησή του μετά τη δημόσια αποδοκιμασία του. Κριτική παρουσίαση από την Ελληνοφρένεια του ΣΚΑΙ:

Read more...

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008

Από την παγκοσμιοποίηση στην τοπικοποίηση

Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Colin Heines: Localisation - a Global Manifesto, το οποίο κυκλοφορεί στα αγγλικά από τις εκδόσεις Earthscan (σελ. 256-264)

Εισαγωγή

Η παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο βρίσκεται στο επίκεντρο μιας πρωτοφανούς επίθεσης, μιας και οι αρνητικές τους συνέπειες γίνονται με το πέρασμα του χρόνου πιο ξεκάθαρες. Τώρα έχει έλθει πλέον η στιγμή για μια νέα περιεκτική και ριζική εναλλακτική πρόταση, η οποία θα βασίζεται σε νέες αρχές που θα διέπουν το παγκόσμιο σύστημα. Αυτό το πρόταγμα θα πρέπει να αποζητά τη μείωση των ανισοτήτων, την πληρέστερη ικανοποίηση των βασικών ανθρώπινων αναγκών και την πιο αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος. Ο τελικός του σκοπός θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της δημοκρατίας μέσα από την κινητοποίηση των ανθρώπων προς την κατεύθυνση της ανασύστασης των τοπικών οικονομιών. Πρόκειται για μια προσέγγιση που υιοθετεί την προστασία της τοπικότητας, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτή η διαδικασία ονομάζεται τοπικοποίηση και ουσιαστικά αποτελεί ένα σύνολο διασυνδεδεμένων πολιτικών που ενισχύουν προνομιακά το τοπικό επίπεδο. Η τοπικοποίηση παρέχει ένα οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο όπου οι άνθρωποι, οι κοινοτικές συλλογικότητες και οι επιχειρήσεις μπορούν να επαναπροσδιορίσουν και να ελέγξουν την τοπική τους οικονομία. Επίσης, δίνει τη δυνατότητα για την επίτευξη μεγαλύτερης συνοχής στις ανθρώπινες κοινότητες, την υποχώρηση της φτώχειας και των ανισοτήτων, αναβαθμίζει την ποιότητα ζωής, την κοινωνική πρόνοια και την περιβαλλοντική προστασία, αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζει το, πολύ σημαντικό για τους ανθρώπους, αίσθημα της ασφάλειας.

Η τοπικοποίηση αποτελεί την ουσιαστική αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση, η οποία επικεντρώνεται στην άρση όλων των ελέγχων πάνω στο εμπόριο και παραμορφώνει τις οικονομίες σε παγκόσμιο επίπεδο θέτοντας ως πρωταρχικό τους στόχο τον διεθνή ανταγωνισμό. Η τοπικοποίηση, αντίθετα, προϋποθέτει έναν διαφορετικό δι-εθνισμό της αλληλεγγύης, όπου η κυκλοφορία των ιδεών, των πολιτισμών, της τεχνολογίας και –λιγότερο- των κεφαλαίων λειτουργεί προς την ενίσχυση των τοπικών οικονομιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Η έμφαση που δίνεται στο πλαίσιο της τοπικοποίησης δεν αφορά στον ανταγωνισμό για την παραγωγή των φθηνότερων αγαθών, αλλά τη συνεργασία με στόχο το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Παγκοσμιοποίηση -Μια παγκόσμια πραγματικότητα βασισμένη σε χιμαιρικές θεωρίες

Η απελευθέρωση του εμπορίου θεμελιώνεται πάνω στην ατελή θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος, στο ακαταμάχητο δόγμα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και στην κίβδηλη υπόσχεση της ανάπτυξης, ότι θα παράγει μελλοντικά πλούτο για όλους. Το συγκριτικό πλεονέκτημα -που συνοψίζεται στην εντολή «να παράγεις αυτό που μπορείς καλύτερα και να εμπορεύεσαι τα υπόλοιπα»- είναι μια θεωρία με πήλινα πόδια, που αγνοεί την άνιση κατανομή της ισχύος ανάμεσα στους εμπόρους και τους παραγωγούς αλλά και ανάμεσα στα έθνη του πλανήτη. Επίσης, αυτή η θεωρία διακηρύττει, λανθασμένα, ότι η κυκλοφορία των κεφαλαίων θα παραμείνει σε τοπικό επίπεδο. Παρ’ όλες τις προφανείς ατέλειες και την ασυμβατότητα αυτής της θεωρίας με τη σύγχρονη πραγματικότητα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και οι υπόλοιποι διεθνείς οργανισμοί συμβάλλουν στην παγκόσμια κυριαρχία της αρχής του συγκριτικού πλεονεκτήματος.
Η αρχή του «πλεονεκτήματος του κεφαλαίου» αξιώνει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των επενδύσεων ενισχύει την αποτελεσματική και ορθολογική αξιοποίησή τους, και ότι, στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, οι κυβερνήσεις προσαρμόζουν τις εθνικές οικονομίες προς όφελος των επενδυτών. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο, καθώς οι επενδυτές ενεργούν με βάση το αγελαίο τους ένστικτο. Για να προσελκύσουν το απελευθερωμένο κεφάλαιο, οι κυβερνήσεις προσπαθούν να επιτύχουν χαμηλά επίπεδα πληθωρισμού, μειώνουν τους φόρους και περικόπτουν τις κοινωνικές δαπάνες σύμφωνα με τις απαιτήσεις των επενδυτών. Τούτο σημαίνει πως οι κυβερνήσεις εκχωρούν βασικούς μηχανισμούς δημοσιονομικού ελέγχου, όπως είναι η ρύθμιση των επιτοκίων ή ο καθορισμός του ύψους του δημόσιου δανεισμού, ρισκάροντας έτσι μια πτώση της εγχώριας ζήτησης. Οι πρόσφατες οικονομικές κρίσεις κατέδειξαν τις αρνητικές επιπτώσεις της απελευθέρωσης της διεθνούς κίνησης του κεφαλαίου και η Πολυμερής Συμφωνία για τις Επενδύσεις (MAI) κατέρρευσε υπό την πίεση της διεθνούς αντιπολιτεύσεως.

Τα πλεονεκτήματα της μεταστροφής από την παγκοσμιοποίηση στην τοπικοποίηση

Η διεθνής αντίσταση στις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης βρίσκεται σε άνοδο, ανοίγοντας το δρόμο για την επίτευξη της τοπικοποίησης. Οι παράμετροι του τοπικού, που μέχρι πρότινος καθορίζονταν από τα εθνικά κράτη, θα διαφέρουν, ανάλογα με τις παραγωγικές δυνατότητες των προϊόντων και των υπηρεσιών που θα αναδιοργανώνονται. Το τοπικό επίπεδο καλύπτει μια ευρύτερη κλίμακα επίπεδων, από το υπο-εθνικό σε ό,τι αφορά στην αγροτική παραγωγή, μέχρι το περιφερειακό διεθνικό, σε ό,τι αφορά στην αναδιοργάνωση των εναέριων μεταφορών. Η υλοποίηση της τοπικοποίησης προϋποθέτει την κινητοποίηση πολλών παραγόντων. Παρόλα αυτά, πρόκειται για μια διαδικασία που ξεκινάει από τους ανθρώπους και δεν επιβάλλεται σ’ αυτούς. Οι μεγάλες δυνατότητες αυτής της διαδικασίας συμπεριλαμβάνουν την αποκέντρωση της εξουσίας, τον έλεγχο της οικονομίας, μεγαλύτερη κοινωνική και περιβαλλοντική προστασία και την καλύτερη, συλλογικότερη αξιοποίηση των τεχνολογικών επιτευγμάτων. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση καθιστά αυτή τη ριζική αλλαγή ακόμα πιο αναγκαία.
Η τοπικοποίηση μπορεί να ενισχύσει και να αναδιοργανώσει τις τοπικές κοινότητες, προκειμένου να ξαναχτίσουν τις οικονομίες τους. Η οικονομική ανανέωση και η αυξημένη κοινωνική συνοχή επιτυγχάνεται, συγκεκριμένα, μέσα από την επένδυση στις επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας, την ανανέωση των οικονομικών υποδομών και την ενίσχυση των προσωπικών υπηρεσιών πρόνοιας σε τοπικό επίπεδο. Οι τοπικές επιχειρήσεις μπορούν να παίξουν κεντρικό ρόλο και έχουν πολλά να κερδίσουν απ’ αυτή τη διαδικασία.
Από την άλλη πλευρά, η παγκοσμιοποίηση εκθέτει σε τριπλό κίνδυνο τις βιώσιμες τοπικές κοινότητες, καθώς:
-ο φετιχισμός της διεθνούς ανταγωνιστικότητας που τη διακατέχει δεσμεύει τις δημόσιες δαπάνες σε βαθμό που ανακόπτεται η ανανέωση των κοινοτήτων,
-οδηγεί στην εξάρτηση των κυβερνήσεων από τους ξένους επενδυτές, πράγμα που συνήθως απολήγει σε αύξηση της ανεργίας,
-αναδιαρθρώνει τη γεωργική παραγωγή, καταστρέφοντας τις μικρές επιχειρήσεις προς όφελος των πολυεθνικών.

Επιτυγχάνοντας την τοπικοποίηση

Το πρώτο βήμα προς την τοπικοποίηση αφορά σε μια ριζική αλλαγή στις συνειδήσεις των ανθρώπων, από την παθητική αποδοχή του ιδεολογήματος ότι η παγκοσμιοποίηση είναι τόσο αναπόφευκτη στον πλανήτη όσο και η βαρύτητα, στην υποστήριξη μιας σειράς μέτρων που θα κάνουν εφικτή την υιοθέτηση μιας στρατηγικής της προστασίας του τοπικού σε παγκόσμιο επίπεδο. Προστατευτικά μέτρα όπως ο έλεγχος στις εξαγωγές και τις εισαγωγές, οι δασμοί, οι επιχορηγήσεις των τοπικών προϊόντων θα πρέπει να υιοθετηθούν σε παγκόσμια κλίμακα, τουλάχιστον για μια ορισμένη μεταβατική περίοδο. Αυτή η διαδικασία δεν θα είναι ανάλογη με τον προστατευτισμό των παρελθόντων ετών, που αποζητούσε την προστασία της εγχώριας αγοράς ενώ ταυτόχρονα απαιτούσε να παραμείνουν όλες οι άλλες αγορές ανοιχτές στις δραστηριότητές του. Η έμφαση θα δοθεί στο τοπικό εμπόριο. Το διεθνές εμπόριο, μέσα στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, θα πρέπει να συντονιστεί προς την ενίσχυση της διαφοροποίησης των τοπικών οικονομιών. Μια τέτοια, δραματική και ριζική αλλαγή θα πρέπει να υπερβεί την αντιπολίτευση των πολυεθνικών και γι’ αυτό θα χρειαστεί να υλοποιηθεί σε περιφερειακό επίπεδο, ιδιαίτερα σ’ εκείνες τις περιφερειακές συσσωματώσεις που διαθέτουν αρκετή δύναμη για να πραγματοποιήσουν κάτι τέτοιο — όπως είναι η Ευρώπη και η Βόρειος Αμερική.

Η τοπικοποίηση της παραγωγής και ο έλεγχος των πολυεθνικών

Η βιομηχανία πρέπει να τοπικοποιηθεί μέσω μιας αναπτυξιακής πολιτικής που θα ενθαρρύνει την παραγωγή και την πώληση στην ίδια γεωγραφική τοποθεσία. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι απειλές των πολυεθνικών θα ισοσταθμιστούν από την παρουσία των νέων τοπικών ανταγωνιστών. Από τη στιγμή που οι πολυεθνικές επιχειρήσεις θ’ αναγκαστούν ν’ αποκτήσουν τοπικό χαρακτήρα, οι δραστηριότητές τους καθώς και οι φορολογικές τους υποχρεώσεις θα τεθούν ξανά υπό δημοκρατικό έλεγχο. Από κει και πέρα τα αιτήματα για την επιβολή κοινωνικών, εργατικών και περιβαλλοντικών μέτρων θα μπορέσουν να υλοποιηθούν, ενώ η επαρκής φορολόγηση των επιχειρήσεων θα ενθαρρύνει τις πολιτικές υποστήριξης των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων.

Η τοπικοποίηση του χρήματος

Οι καταστροφικές συνέπειες της απελευθερωμένης κυκλοφορίας των κεφαλαίων έχουν οδηγήσει στην ανάγκη για επαναφορά των προστατευτικών μέτρων σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό που χρειάζεται είναι η επιστροφή του χρήματος στον τόπο ή στη χώρα προέλευσής του προκειμένου να ενισχυθεί η οικοδόμηση των διαφορετικών, βιώσιμων τοπικών οικονομιών. Τα μέτρα που θα συνέβαλλαν προς αυτή την κατεύθυνση συμπεριλαμβάνουν ελέγχους στις ροές του κεφαλαίου, φόρους σαν αυτόν του Τόμπιν, ελέγχους στη φοροδιαφυγή, φραγμούς στα offshore χρηματοπιστωτικά κέντρα, στην κυκλοφορία των κρατικών ομολόγων, αλλά και την ενθάρρυνση των συνεταιριστικών τραπεζών, των εναλλακτικών μορφών χρήματος κ.λπ. Ακόμη, οι δημόσιες και οι ιδιωτικές επενδύσεις προς άλλες χώρες θα πρέπει να προσανατολίζονται στην ενίσχυση της διαφοροποίησης των τοπικών οικονομιών.

Μια πολιτική τοπικού ανταγωνισμού

Οι πολιτικές ενίσχυσης του τοπικού ανταγωνισμού θα διασφαλίζουν την ποιότητα των παρεχόμενων αγαθών και υπηρεσιών. Απελευθερωμένη από το καθεστώς του διεθνούς ανταγωνισμού που επιβάλλουν οι ξένοι επενδυτές, η οικονομική δραστηριότητα θα μπορέσει να διεξαχθεί μέσα στο πλαίσιο πιο δίκαιων εργατικών, οικολογικών και κοινωνικών ρυθμίσεων, ενώ ταυτόχρονα θα μπορεί να ενισχύσει την ορμή της μέσω της υιοθέτησης των καλύτερων ιδεών και τεχνολογιών απ’ όλον τον κόσμο. Η κυβερνητική πολιτική θα προστατεύει τη δομή και τη θέση των μικρών, τοπικών επιχειρήσεων στην αγορά, ενώ ταυτόχρονα θα ελέγχει τη συμπεριφορά των μεγαλύτερων μέσα στα πλαίσια της αγοράς.

Φόροι για την τοπικοποίηση

Το κόστος για τη μετάβαση στην τοπικοποίηση καθώς και για την αναβάθμιση της προστασίας του περιβάλλοντος θα καλυφθεί κατά πολύ από τη φορολόγηση των πρώτων υλών, των μη-ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αλλά και της μόλυνσης. Για την προώθηση μιας πιο εξισωτικής κοινωνίας, θα πρέπει να τεθούν φραγμοί στη μεταφορά των μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων από χώρα σε χώρα και να καταργηθούν οι φορολογικοί παράδεισοι, ώστε να γίνει εφικτή η φορολόγηση των επιχειρήσεων και των ατόμων ανάλογα με το εισόδημά τους, τον πλούτο και τη γη που κατέχουν. Το μεγαλύτερο μέρος από τα έσοδα αυτής της φορολογικής πολιτικής θα χρησιμοποιηθεί προκειμένου να ενισχυθούν τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα αλλά και να δοθούν κίνητρα για τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.

Δημοκρατική τοπικοποίηση

Μια διαφοροποιημένη τοπική οικονομία απαιτεί την ενεργή δημοκρατία της καθημερινής κινητοποίησης προκειμένου να καλυφθούν ως επί το πλείστον οι ανάγκες των τοπικών κοινωνιών. Για τη διασφάλιση της όσο το δυνατόν πιο δίκαιης ανακατανομής του παραγόμενου πλούτου απαιτείται περισσότερος δημοκρατικός και ευρύτερος πολιτικός και οικονομικός έλεγχος στο τοπικό επίπεδο. Η θέσπιση ενός ελάχιστου εγγυημένου κοινωνικού εισοδήματος θα καταστήσει την εμπλοκή όλων στην διαδικασία της λήψεως των οικονομικών αποφάσεων ένα αναφαίρετο δικαίωμα. Η χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από τις επιχειρήσεις θα απαγορευτεί αυστηρά και η δύναμη θα περάσει έτσι από τους οικονομικούς παράγοντες στους πολίτες. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει την ενθάρρυνση της μεγαλύτερης δυνατής συμμετοχής στον καθορισμό των τοπικών οικονομικών, πολιτικών και περιβαλλοντικών πρωτοβουλιών. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την ισόρροπη συμμετοχή του κράτους, των κοινοτικών δικτύων και οργανισμών και των κοινωνικών κινημάτων.

Εμπόριο και διεθνής βοήθεια για την τοπικοποίηση

Οι κανόνες της GATT, που σήμερα υπηρετεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, πρέπει να αναθεωρηθούν ριζικά και να μετατραπούν σε κανόνες μιας Γενικής Συμφωνίας για το Βιώσιμο Εμπόριο (General Agreement for Sustainable Trade - GAST), η οποία και θα καθοδηγείται από έναν δημοκρατικό Παγκόσμιο Οργανισμό για την Τοπικότητα. Ρόλος αυτών των οργανισμών θα είναι να διασφαλίσουν ότι το περιφερειακό εμπόριο, η διεθνής οικονομική βοήθεια, οι χρηματοπιστωτικές ροές και η παγκόσμια κυκλοφορία των ιδεών και της τεχνολογίας λειτουργεί πραγματικά προς την οικοδόμηση βιώσιμων τοπικών οικονομιών. Ο στόχος είναι να ενισχυθεί η απασχόληση μέσα από την επίτευξη ολοένα και μεγαλύτερης αυτονομίας όλων των επιπέδων της τοπικότητας.

Πώς θα υλοποιηθεί η τοπικοποίηση
Η διεύρυνση της αντίστασης

Η μαζική αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση μπορεί να κατευθυνθεί προς την οικοδόμηση μιας εφικτής εναλλακτικής λύσης — της τοπικότητας. Υπάρχουν ήδη αμέτρητοι άνθρωποι και κινήσεις που προωθούν την ενίσχυση της τοπικότητας από τη βάση. Το κίνητρο για τη συνειδητοποίηση της αξίας τέτοιων ριζικών εναλλακτικών τοπικών λύσεων από την πλευρά των κυβερνήσεων είναι η επιτακτική ανάγκη της εξόδου από το κλίμα της οικονομικής αστάθειας και της ύφεσης, της ανεργίας και της ανεπαρκούς κάλυψης των ανθρωπίνων αναγκών. Εξ ίσου σημαντικό στην οικοδόμηση μιας διαφορετικής τάσης της «τοπικότητας» στο σύγχρονο πολιτικό σκηνικό είναι και η πίεση των κοινωνικών κινημάτων. Η τελευταία, προκειμένου να αποβεί αποτελεσματική, πρέπει να πάψει να αγωνίζεται για τα επιμέρους ζητήματα που εγείρει η παγκοσμιοποίηση και να προσεγγίσει το ζήτημα πιο συνολικά, να κατανοήσει ότι η επιτυχία στα επιμέρους περνά μέσα από την υιοθέτηση μιας λογικής τοπικοποίησης σε διεθνές επίπεδο, με λίγα λόγια την υιοθέτηση μιας στρατηγικής που θα προστατεύει την τοπικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Καταστρέφοντας θέσεις εργασίας για τη μείωση του πληθωρισμού

Οι παγκόσμιες αποπληθωριστικές τάσεις καθοδηγούνται από τη μεταφορά της βιομηχανίας σε χώρες με φτηνό εργατικό δυναμικό, από την αυτοματοποίηση της παραγωγής και τις περικοπές των κοινωνικών δαπανών - εξελίξεις που υπαγορεύει το καθεστώς του απελευθερωμένου εμπορίου στ’ όνομα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Αυτές οι εξελίξεις έχουν οδηγήσει στη χειρότερη κρίση ανεργίας και υπο-απασχόλησης που γνώρισε ο πλανήτης από τη δεκαετία του 1930. Η αύξηση της απασχόλησης θα είναι αποτέλεσμα συντονισμένων προσπαθειών για τη διάσωση και την αναβάθμιση των κοινωνικών παροχών, και αγώνων για την αποκατάσταση των εργατικών δικαιωμάτων. Παρόλα αυτά, στο βαθμό που οι προσπάθειες αυτές δεν πλαισιώνονται από μια ευρύτερη, τοπικοποιητική στρατηγική, δεν θα μπορέσουν ποτέ να επιτύχουν απόλυτα τους σκοπούς τους.

Μια τοπικοποιητική στρατηγική για τους ακτιβιστές του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος

Ο πρωταρχικός σκοπός του Π.Ο.Ε. είναι να ελαχιστοποιήσει τις κυβερνητικές νομοθεσίες και τους άλλους φραγμούς που ανακόπτουν το ελεύθερο εμπόριο σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακολούθως, πιέζει τις κυβερνήσεις να εναρμονίζουν την πολιτική τους σύμφωνα με τις ανάγκες του διεθνούς εμπορίου, παρακάμπτοντας τις προτεραιότητες που θέτει η εγχώρια πραγματικότητα. Οι ακτιβιστές που δραστηριοποιούνται εναντία στην παγκοσμιοποίηση, για να πετύχουν τους στόχους που θέτουν, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα για τη διαμόρφωση μιας ευρύτερης στρατηγικής που θα απαντά στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Μια τέτοια στρατηγική, που μπορεί να συμπεριλάβει όλα τα κύρια αιτήματα του αντι-παγκοσμιοποιητικού κινήματος, είναι αυτή της τοπικοποίησης, η οποία προκρίνει ένα πιο δίκαιο και εξισωτικό παράδειγμα για την αντικατάσταση του παγκοσμίως κυρίαρχου μοντέλου.
Αποτυχία της τοπικοποίησης σημαίνει και αποτυχία των κινητοποιήσεων για τις κοινωνικές παροχές, τα εργατικά δικαιώματα και τη διαφορετικότητα των πολιτισμών.
Πολύ συχνά, τα κινήματα για τη διάσωση της κοινωνικής πρόνοιας δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τους φραγμούς που θέτει η παγκοσμιοποίηση και οι περιφερειακές της απολήξεις -όπως είναι η Ενωμένη Ευρώπη- στη δυνατότητα των κυβερνήσεων να καταρτίσουν μια πιο δίκαιη δημοσιονομική πολιτική. Τα συνδικάτα και άλλοι κινηματικοί θεσμοί συχνά συγχέουν την παγκοσμιοποίηση με τον διεθνισμό. Διεκδικούν μια «ανθρώπινη», ευγενική μορφή παγκοσμιοποίησης, που θα προκύψει από την ελεγχόμενη απελευθέρωση του εμπορίου, παρόλο που είναι προφανές ότι η κατάργηση των φραγμών στο παγκόσμιο εμπόριο και η καλπάζουσα ανεργία που προκαλεί αποτελούν τον βασικό λόγο για την εργασιακή ανασφάλεια, τη συμπίεση των μισθών και την επιδείνωση των όρων εργασίας. Ακόμη, η πολιτιστική διαφορετικότητα προϋποθέτει την αντικατάσταση της παγκόσμιας βιομηχανίας του θεάματος απ’ όλους εκείνους που ενδιαφέρονται να διασώσουν τις εθνικές και τις τοπικές κουλτούρες.

Τοπικοποιώντας τη διεθνή ανάπτυξη

Οι επαγγελματίες της ανάπτυξης, που ζητούν μια δικαιότερη εκδοχή του διεθνούς απελευθερωμένου εμπορίου, αγνοούν τις συνέπειες που έχουν προκαλέσει αυτοί ακριβώς οι όροι του ελεύθερου εμπορίου στις φτωχές χώρες του Νότου. Οι αναπτυξιακές μη-κυβερνητικές οργανώσεις συμμετέχουν κι αυτές στην ψευδαίσθηση που υποστηρίζει ότι οι εισαγωγές των προϊόντων του Νότου στις χώρες του ανεπτυγμένου Βορρά είναι το κλειδί για την ανάκαμψη των φτωχών χωρών του Τρίτου Κόσμου. Η κριτική των κινημάτων του Νότου επισημαίνει τις κυρίαρχες αρνητικές πλευρές αυτής της προσέγγισης (το αναπόφευκτο της ανισότητας που προκύπτει στη διαδικασία του διεθνούς ανταγωνισμού, το ότι οι εθνικές προτεραιότητες θυσιάζονται στο βωμό των αναγκών του διεθνούς εμπορίου, τις δεινές εργασιακές συνθήκες και τη λεηλασία των φυσικών πόρων που απαιτούν οι πολυεθνικές εταιρείες σαν τίμημα για τη συμμετοχή σ’αυτό το παγκόσμιο σύστημα) και προκρίνει μια αναπτυξιακή πολιτική που θεμελιώνεται στην προτεραιότητα της τοπικότητας.

Τοπικοποιώντας τη διατροφική ασφάλεια

Η παγκοσμιοποίηση ενισχύει τον έλεγχο των πολυεθνικών πάνω στην παγκόσμια παραγωγή τροφίμων. Τόσο οι καταναλωτές όσο και οι αγρότες εκφράζουν την αντίθεσή τους σ’ αυτή τη διαδικασία, που ενισχύει τη διατροφική ανασφάλεια, ενέχει περιβαλλοντικούς κινδύνους και οδηγεί σε πτώχευση τη συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου αγροτικού πληθυσμού. Η τοπικοποίηση μπορεί να αντιστρέψει αυτή τη δυναμική. Η διατροφική ασφάλεια προϋποθέτει -στις χώρες του πλούσιου Βορρά και του φτωχού Νότου εξίσου- μεγαλύτερο βαθμό αυτάρκειας στα παραγόμενα προϊόντα. Ακόμη, αυτό που χρειάζεται είναι ένας δραστικός περιορισμός στο παγκόσμιο εμπόριο τροφίμων, μέχρι που να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές ώστε η διεθνής κυκλοφορία των προϊόντων να ενισχύει την αυτάρκεια των χωρών. Τότε, οι διεθνείς ανταλλαγές μπορούν να λειτουργήσουν υπό το καθεστώς των κανόνων του «δίκαιου εμπορίου», το οποίο ωφελεί τη μικρή ιδιοκτησία και το περιβάλλον. Οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις και η ανοικοδόμηση των αγροτικών οικονομιών αποτελεί, επίσης, ένα αναπόσπαστο κομμάτι της επανατοπικοποίησης της παραγωγής των τροφίμων.

Η πράσινη παγκοσμιοποίηση δεν είναι εφικτή

Στους κόλπους του οικολογικού κινήματος υπήρχε ανέκαθεν μια ισχυρή τάση που διεκδικεί τη λελογισμένη χρήση των φυσικών πόρων, την επιβολή περιβαλλοντικών μέτρων στη βιομηχανία και την αγροτική παραγωγή, και τη θέσπιση μιας ισχυρότερης περιβαλλοντικής νομοθεσίας που θα προστατέψει τη βιοποικιλότητα, την άγρια ζωή στον πλανήτη αλλά και θα μεγιστοποιήσει την ανακύκλωση των απορριμμάτων. Πρόσφατα, αυτή η ατζέντα των αιτημάτων εμπλουτίστηκε και με άλλη, προκειμένου να διασφαλίσει τον δημοκρατικό έλεγχο των κοινωνιών πάνω στην οικονομία, την προστασία των ανθρωπίνων και πολιτιστικών δικαιωμάτων των λαών αλλά και τη μείωση των ανισοτήτων. Η παγκοσμιοποίηση, όμως, λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση, επιβάλλοντας παγκόσμιους κανόνες που ενισχύουν τον διεθνή ανταγωνισμό, προκρίνουν τη φτηνότερη παραγωγή με οποιοδήποτε τίμημα, αφήνουν ανοιχτό πεδίο στην ασυδοσία των επενδύσεων των πολυεθνικών αλλά και προωθούν τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες. Υπ’ αυτή την έννοια, το πέρασμα από τη σημερινή παγκόσμια οικονομία των ανισοτήτων και της περιβαλλοντικής καταστροφής στο μέλλον της «βιώσιμης ανάπτυξης» δεν είναι εφικτό με τους σημερινούς όρους του συστήματος.

Μια πράσινη τοπικοποίηση

Οι οικολογικοί φόροι που επιβάλλονται στην ενέργεια και στις άλλες μη-ανανεώσιμες πρώτες ύλες, καθώς και τα πρόστιμα για τη ρύπανση του περιβάλλοντος, μπορούν να αξιοποιηθούν για τη ριζική μεταστροφή προς την τοπικοποίηση• μέσω αυτών, θα μπορεί να είναι πλέον εφικτή η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης δίχως τη φορολόγηση της εργασίας. Επίσης, ο ανταγωνισμός στο περιφερειακό επίπεδο μπορεί να περιοριστεί με τη χρήση των κατάλληλων ελέγχων και δασμών. Σε γενικές γραμμές, η επανατοπικοποίηση σημαίνει τη ριζική μείωση των ανταλλαγών μεγάλων αποστάσεων, που είναι ενεργειοβόρες και επιβαρύνουν το περιβάλλον. Κάθε περιβαλλοντικό ζήτημα θα προσεγγίζεται κύρια στην τοπική του διάσταση, πράγμα που θα διευκολύνει την πίεση από τα «κάτω» και άρα τη δυνατότητα της δημοκρατικής διαχείρισής του. Και για εκείνα τα περιβαλλοντικά ζητήματα, όμως, που εξελίσσονται σε ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα, το πλαίσιο της τοπικοποίησης είναι πιο κατάλληλο για την οριοθέτηση και την προώθηση των αιτημάτων των περιβαλλοντικών κινημάτων.

Επίλογος: Η τοπικοποίηση θα εκτοπίσει την αγορά

Ένα από τα κυριότερα κίνητρα για τη μετάβαση από την παγκοσμιοποίηση στην τοπικοποίηση είναι και η συνειδητοποίηση ότι μονάχα η δυνατότητα για την τοπική ασφάλεια και οι άλλες συνθήκες που επιφέρει η εντοπιότητα είναι σε θέση να εκτοπίσουν την αγορά από την πρωτοκαθεδρία του παγκόσμιου συστήματος. Το ερώτημα που προκύπτει μετά αφορά στο είδος της αγοράς που θα προκύψει έπειτα από αυτή τη μεταστροφή. Η ανικανότητα του παρόντος συστήματος να εξέλθει της κρίσης που έχει προκαλέσει η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη διαμόρφωση νέων συμμαχιών και μιας νέας ατζέντας αιτημάτων. Η παρούσα κρίση πρέπει να ωθήσει αυτούς που παρεμβαίνουν σε τοπικό επίπεδο, τους ακτιβιστές που δραστηριοποιούνται γύρω από ευρύτερα ζητήματα, αλλά και τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες που απειλούνται από το κυρίαρχο μοντέλο. Όλοι αυτοί χρειάζεται να συναντηθούν και να προσπαθήσουν να διαμορφώσουν μια στρατηγική για το πώς θα προκύψει αυτό το τοπικοποιημένο μέλλον. για το πώς θα ανανεωθούν οι τοπικές οικονομίες ώστε να καταπολεμηθεί η ανεργία και να αναβαθμιστεί το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων. για την ανοικοδόμηση των κοινοτήτων αλλά και την προστασία του περιβάλλοντος. Με λίγα λόγια, όλοι αυτοί θα πρέπει να ενεργοποιήσουν -να δώσουν σάρκα και οστά- στη διαδικασία της τοπικοποίησης.
Όπως ο προηγούμενος αιώνας ήταν ο αιώνας της διαμάχης ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά, ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη συμμαχία των διάφορων οπαδών της τοπικότητας, που ξεκινάει από κομμάτια των αναρχικών, της Αριστεράς, των οικολόγων, και καταλήγει στις λαϊκές δυνάμεις του Κέντρου και της Κεντροδεξιάς και των παγκοσμιοποιητών κάθε απόχρωσης και τάσης. Υπ’ αυτή την έννοια -και ζητώντας συγγνώμη από τους Καρλ Μαρξ και Μάργκαρετ Θάτσερ- το σύνθημα των αγώνων του μέλλοντος θα συνοψίζεται στο:
«Οπαδοί της τοπικοποίησης όλου του κόσμου ενωθείτε. Υπάρχει εναλλακτική λύση».

Κόλιν Χάινς


Read more...

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

Οι ελληνικές Πόλεις

του Murray Bookchin

Η αθηναϊκή ζωή, στη διάρκεια των καλύτερων στιγμών της, αποτελούσε μια ολότητα που στηριζόταν στην ισορροπία και την ενότητα της ίδιας της πόλεως. Σε έναν Έλληνα θα φαινόταν εξωφρενικό να διαχωρίζουμε το πνεύμα από το σώμα, την τέχνη από την κοινωνία, τον άνθρωπο από τη φύση, την παιδεία από την πολιτική. Η πόλις ήταν ο άνθρωπος και ο άνθρωπος η πόλις. Ο εξοστρακισμός από την πόλιν ήταν ένας αφανισμός χειρότερος κι από το θάνατο.

Ο Έλληνας πολίτης τρεφόταν από την κοινότητά του, όπως το δένδρο από το χώμα. Τόσο αδιάσπαστος ήταν ο δεσμός ανθρώπων και κοινωνίας ώστε ένα κοινωνικό φως έλουζε κάθε τι το ελληνικό. Ποτέ δεν παύουμε να απορούμε πόσο ισχύουν οι κωμωδίες του Αριστοφάνη ακόμα και σήμερα, πόσο πιο εξελιγμένες είναι σε σύγκριση με ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονής μας αντίστοιχης λογοτεχνίας, πόσο ανυπέρβλητη είναι η δύναμη τους, πόσο δροσερός ο ρεαλισμός τους, πόσο μεγαλόψυχη η ανθρωπιά τους και πόσο φιλοσοφικές οι αποχρώσεις τους. Κι ωστόσο, αυτές οι κωμωδίες ήταν πολιτικά έργα -δηκτικές σάτιρες των κορυφαίων πολιτικών της εποχής και σκληροί σχολιασμοί των άμεσων πολιτικών προβλημάτων. Την ανυπέρβλητη θέση τους στη δυτική λογοτεχνία την οφείλουν στην ξεκάθαρη ορθολογικότητα του ελληνικού πνεύματος, στην ουσιαστικότητα όλων των σχέσεων μέσα στην πόλιν, στην ειλικρίνεια απέναντι στη ζωή που έδιωξε όλες τις ψεύτικες σκιές της ενδοσκόπησης και τις επιτηδεύσεις του νευρωτικού αισθητισμού.

Από την ολότητα της πόλεως αναδύθηκε η ελληνική άποψη που τόσο γλαφυρά περιγράφει ο Paul Landis στο δοκίμιο του για το αθηναϊκό δράμα:
«Μια στάση απέναντι στη ζωή, τόσο τίμια και ταυτόχρονα τόσο ευφυής, ώστε ο νους των ανθρώπων, όσο κι αν παραπλανάται από την φαντασία και τη φιλοσοφία, θα πρέπει στο τέλος να επιστρέψει σ΄ αυτήν. Χάρη σε κάτι που μοιάζει σχεδόν δαιμόνιο της φυλής, οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα π.χ. κατόρθωσαν να κοιτάζουν τη ζωή με έναν τελείως ισορροπημένο τρόπο. Δεν την αντιμετώπιζαν ούτε παράτολμα και με λεονταρισμούς, ούτε με φόβο και δειλία ούτε με την απατηλή πεποίθηση ότι την εξουσίαζαν, ούτε μ΄ ένα εξίσου αμαθές και άτολμο συναίσθημα κατωτερότητας...»
Το μήνυμα του αθηναϊκού δράματος είναι:
«...αυτή η ειλικρινής άσκηση του πνεύματος, αυτό το πάθος για την αλήθεια, αυτό το ήρεμο και ισορροπημένο βλέμμα προς τη ζωή - και αυτό ανέκαθεν υπήρξε το σύγχρονο πνεύμα... Είναι ο αγώνας για να απελευθερωθεί ο νούς, να παραμερίσει τα πέπλα της ελπίδας και του φόβου, ώστε να κοιτάζει καθαρά και άφοβα το πρόσωπο της ζωής και να το γνωρίσει όπως ακριβώς είναι, τρομερό, αξιολύπητο, περίλαμπρο και απόλυτα παράλογο»*
*[ Paul Landis, Πρόλογος στο Seven Famous Greek Plays

Δε χρειάζεται καν να τονίσουμε ότι η ελληνική κοινωνία σπιλωνόταν από τη δουλεία και από ένα αυστηρά πατριαρχικό σύστημα απέναντι στις γυναίκες. Αυτά τα σκληρά χαρακτηριστικά είναι κοινά σε όλες τις πόλεις - κράτη που άρχισαν να πληθαίνουν στις ακτές της Μεσογείου - χαρακτηριστικά που αποτελούν τμήμα της γενικής βαρβαρότητας της εποχής. Αλλά δεν μας εξηγούν γιατί η πόλις κατόρθωσε με τόσο αξιοθαύμαστο τρόπο να ξεπεράσει αυτήν τη βαρβαρότητα και ιδιαίτερα, τη φρίκη που έμελλε να επακολουθήσει την παρακμή της πόλεως, δηλαδή την εμφάνιση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του πρώιμου μεσαίωνα. Αν δε θέλουμε να χάσουμε κάθε αίσθηση προοπτικής προς την εξέλιξη της πόλις. Το κοινοτικό πνεύμα των Αθηνών πηγάζει από τις αρετές των ανεξάρτητων μικρών παραγωγών, όχι από τη δουλεία ή την πατριαρχία. Η εσωτερική ενότητα των Αθηνών ξεπηδά από άνδρες με ισχυρό χαρακτήρα, με αμείωτη την αφοσίωση τους στην κοινωνία και με εκλεπτυσμένους τρόπους, διότι είχαν σταθερούς με τη γη και ανεξάρτητη οικονομική θέση. Εργασία και γη, πόλη και ύπαιθρος, άνθρωποι και κοινωνία ήταν συνδεδεμένοι σε μια κοινή μοίρα.

Στην αστική κοινωνία, η κοινότητα διασπάται σε ανταγωνιστικές μονάδες και κατακλύζεται από την πνευματική μετριότητα αμέσως μόλις η υλική υπόσταση του ανθρώπου φτάνει σε μια σχετική ελευθερία, ανεξαρτησία και ολοκλήρωση. Στην αστική κοινωνία, το εμπόρευμα που μεσολαβεί σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, όχι μόνο «ενώνει» την κοινωνία σ΄ ένα χρηματικό δεσμό και μια λεπτομερή κατανομή εργασίας, αλλά ταυτόχρονα χωρίζει τον άνθρωπο από τα εργαλεία παραγωγής, την εργασία από τη δημιουργικότητα, το αντικείμενο από το υποκείμενο και τελικά, τον άνθρωπο από τον άνθρωπο. Στην πόλιν, η σχετική ανεξαρτησία του ατόμου δίνει τη δυνατότητα να κατανοηθεί η πραγματική εξάρτηση του ανθρώπου από την κοινότητα, ταυτίζοντας απόλυτα το Αθηναίο με την κοινωνία του.

Τέλος, ακριβώς επειδή στην αστική κοινωνία, ο άνθρωπος έχει «υποτάξει» τη φύση χωρίς να συντονίσει ορθολογικά την κοινωνική ζωή του, αρκεί η συνειδητοποίηση να στραφεί προς την υπάρχουσα κοινωνία για να επιφέρει τα πιο καταστροφικά και τα πιο ανόητα αποτελέσματα. Η απαίδευτη σκέψη τίθεται στην υπηρεσία πραγμάτων τόσο φρικτών που ακόμα και οι πιο τυφλές δυνάμεις της φύσης δε θα μπορούσαν να προκαλέσουν.

Όσο πιο παθητική παραμένει η σκέψη, όταν είναι αντιμέτωπη με συνθήκες που δε μπορεί πια να κατανοήσει, τόσο πιο ενεργά δαιμονική γίνεται, απλώς μ το να συγκατατίθεται στο status quo. Στην πόλιν, η σκέψη φτάνει στα απώτατα ύψη της φιλοσοφίας, της ποίησης, και της τέχνης, αποκλειστικά χάρη στην αλληλεγγύη, την ελευθερία και την ανεξαρτησία που προσφέρει στον άνθρωπο μια ανεξαρτησία ριζωμένη όχι μόνο στις πολιτικές συνθήκες αλλά και στις υλικές.

Το κλασικό αθηναϊκό δράμα δεν τελειώνει με έναν ακόμα Αισχύλο, που οι τραγωδίες του επικεντρώνονται στη σταθεροποίηση της πόλεως, αλλά με τον Αριστοφάνη, που η άγρια κοροϊδία του εκφράζει την τραγική επίγνωση της κοινωνικής διάλυσης. Η ειρωνεία των ελληνικών συνθηκών βρίσκει εδώ την κατάλληλη μορφή της, διότι οι ίδιες δυνάμεις που δημιούργησαν τους ανεξάρτητους μικρούς παραγωγούς -τους «άντρες του Μαραθώνα»- οδηγούν και στην εξόντωσή τους. Εξαιτίας της περιορισμένης υλικής βάσης της ελληνικής κοινωνίας, η αριστοκρατία που αναδύθηκε μέσα από τις φυλές, δεν μπορεί ν΄ αντικατασταθεί από το μικρό παραγωγό, χωρίς να δημιουργηθούν συγχρόνως όροι ευνοϊκοί για μια νέα πιο πεζή αριστοκρατία - την αριστοκρατία του εμπορίου, της τοκογλυφίας και του πλούτου.
Αυτή η κρίση δεν ήταν διόλου κάτι το νέο για την ελληνική κοινωνία.

Ήδη από την εποχή του Ησίοδου, τον 8ο αιώνα π.χ., οι έμποροι και οι τοκογλύφοι άρχισαν να καταπατούν τις μικρές ιδιοκτησίες, συνενώνοντας τα μικρά κτήματα σε μεγάλα, και υποχρεώνοντας πολλούς πολίτες σε μια θέση οφειλετών - δούλων. Στους δύο αιώνες που χωρίζουν τον Ησίοδο από τον Κλεισθένη, η Αττική σπαράσσεται από έντονους κοινωνικούς αγώνες, που αργότερα θα παραλληλιστούν με τις αντίστοιχες συγκρούσεις στην πρώιμη ρωμαϊκή δημοκρατία. Αντίθετα με τη Ρώμη που οι ληστρικές επιδρομές πέρα από τα σύνορά της ενίσχυσαν τη δύναμη και τον πλούτο των κυρίαρχων τάξεων, η κρίση της Αττικής παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό εσωτερική και η πόλις κατόρθωσε να φτάσει σε μια πιο ορθολογική λύση των προβλημάτων της.

Ενώ η Ρώμη σύντομα υπέκυψε στο σύστημα των λατιφούντιων (μια μορφή γεωργίας με φυτείες που τις διαχειρίζονταν πλούσιοι γαιοκτήμονες και τις δούλευαν ομάδες σκλάβων), η Αττική επέστρεψε ξανά στη μικρή ιδιοκτησία. Ο Σόλων, ο Πεισίστρατος και ο Κλεισθένης μοίρασαν τα μεγάλα κτήματα μεταξύ των άκληρων και επέτρεψαν ένα μικρό περιθώριο ανεξαρτησίας στους τεχνίτες και τους εμπόρους. Ο Πεισίστρατος, μετά από τη δεύτερη εξορία του, ξερίζωσε ανελέητα τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Τα κτήματά τους κατασχέθηκαν και μοιράστηκαν στους αγρότες, τους άκληρους εργάτες γης και τους Αθηναίους φτωχούς. Ο Κλεισθένης ήρθε και συμπλήρωσε αυτό το τεράστιο έργο: κατέπνιξε κάθε απόπειρα για την αναστήλωση της αριστοκρατίας και θέσπισε την αθηναϊκή δημοκρατία, που έμελλε να περάσει στην ιστορία ως το πολιτικό πρότυπο της κλασικής πόλεως.

Ήταν λοιπόν «κάτι που έμοιαζε σχεδόν ως φυλετικό δαιμόνιο», όπως το θέτει ο Paul Landis ή μήπως ήταν πιο εγκόσμιοι οι παράγοντες που ώθησαν τους Αθηναίους σε μια τόσο ορθολογική επίλυση των κοινωνικών τους προβλημάτων; Το ότι οι Έλληνες υπήρξαν, με τα λόγια του Μάρξ, «φυσιολογικά παιδιά» της αρχαίας ιστορίας μπορεί εν μέρει να δικαιολογηθεί από το βάρος της παράδοσής τους και τη γεωγραφική του θέση. Η αθηναϊκή κοινωνία δεν είχε τόσο απομακρυνθεί από τη φυλετική καταγωγή της, ούτε τόσο ζαλιστεί από τα σκουπίδια της ιστορίας, ώστε να χάσει την καθαρή, άμεση και ανθρωπιστική αντίληψη των κοινωνικών της προβλημάτων. Η ανάμνηση της πρωτόγονης δημοκρατίας της ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να βρει την πιο αιώνια εκπλήρωσή της στην ίδρυση της Εκκλησίας.

Κοντά στη φύση και σ΄ ένα ευνοϊκό κλίμα, η Αττική, όχι τόσο πλούσια ώστε να οδηγήσει σε καταπιεστικά πρότυπα αφθονίας, ούτε τόσο φτωχή ώστε να πνίγεται από την καταπιεστική φτώχεια, αποκεντρωμένη εξαιτίας του ορεινού εδάφους αλλά και με συνεχείς πολιτιστικές ενισχύσεις από τη θάλασσα, παρέμεινε εξαιρετικά ελαστική και ιδιαίτερα ευαίσθητη στα πολιτιστικά ρεύματα της εποχής. Παρόμοια, οι Αθηναίοι ηγέτες είχαν κάθε ευκαιρία να δράσουν με σύνεση - να συμφιλιώσουν και να βασίσουν τα συμφέροντα της κοινότητας σε μια κοινή και αρμονική κοινωνική προοπτική.

Ο H.D.F. Kitto έχει απόλυτο δίκιο όταν θέτει σε μια αντιπαράθεση την πορεία που ακολούθησαν ο Σόλων, ο Πεισίστρατος και ο Κλεισθένης με την πορεία της σύγχρονης Ευρώπης: στην Αθήνα, η συμφιλίωση της κοινότητας με τις νέες κοινωνικές απαιτήσεις έγινε σ΄ ένα υψηλό σημείο κοινωνικού σφρίγους, όταν όλα τα στρώματα της πόλεως ήταν σε θέση να συνεισφέρουν ζωτικά στην κοινότητα, στην Ευρώπη, αυτό συνέβη μετά από την ολοκληρωτική εξάντληση και παρακμή της παλιάς κοινωνίας, όταν ελάχιστα μόνον είχαν διασωθεί από τις παλαιότερες παραδόσεις. Η ελληνική κοινωνία επέλυσε τα προβλήματα της ορθολογικά η Ευρώπη δεν είχε ακόμα απελευθερωθεί από τις τυφλές και δαιμονικές δυνάμεις.
Χάρις στο γεγονός ότι η αθηναϊκή κοινωνία βασιζόταν στους μικροπαραγωγούς και τη μικρή αγροτική ιδιοκτησία, η πόλη και η ύπαιθρος έφτασαν σε μια λεπτή ισορροπία. Με τη σειρά της, η διατήρηση αυτής της ισορροπίας εξαρτιόταν από την εσωτερική αυτάρκεια που δημιουργούσε ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ αστικής και αγροτικής κοινωνίας. Η πόλις ανθούσε, μόνο όσο η μια δεν υπερίσχυε της άλλης.

Για τους Έλληνες, αυτή η κοινωνική ισορροπία συνοψιζόταν στο όρο αυτάρκεια: μια έννοια ολότητας, υλικής αυτοδυναμίας και ισορροπίας, που αποτελεί τον πυρήνα της ελληνικής νοοτροπίας. Όμως, η νοοτροπία αυτή δεν αποδείχτηκε άτρωτη από τις ισχυρές οικονομικές δυνάμεις που συγκεντρώνονταν στη λεκάνη της Μεσογείου και που βαθμιαία μετέβαλαν την ελληνική κοινωνία. Με την εξάπλωση της χειροτεχνίας και των εμπορικών επαφών με τον έξω κόσμο, η νεογέννητη ελληνική αστική τάξη γινόταν ολοένα και πιο δυνατή και άρχισε να αλλοιώνει την ισορροπία πόλης και υπαίθρου, πάνω στην οποία βασιζόταν η ενότητα της πόλεως. Τα αθηναϊκά συμφέροντα ξέφυγαν από την τοπική κλίμακα για να περιλάβουν ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου. Η πόλις γινόταν πια κοσμόπολις, μια αλλαγή που την οδήγησε σε σύγκρουση με την αυτάρκη μικρή ιδιοκτησία και φυσικά με τις άλλες ελληνικές πόλεις. Το 432 π.χ., με το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου, η Αθήνα του Περικλή ξεκινά έναν ολέθριο αγώνα για ηγεμονία πάνω στις άλλες ελληνικές πόλεις και για μια ηγεμονική θέση στο εμπόριο της Μεσογείου. Ο πόλεμος διήρκησε τριάντα περίπου χρόνια, ερημώνοντας τα χωράφια της Αττικής και εξαντλώντας τους πόρους της.

Ο «Πελοποννησιακός Πόλεμος», παρατηρεί ο Kitto, «ουσιαστικά σημαίνει το τέλος της πόλεως - κράτους ως δημιουργικής μορφής που διαμορφώνει και ολοκληρώνει τις ζωές όλων των μελών της». Μολονότι η αθηναϊκή οικονομία συνήλθε από αυτόν τον πόλεμο, η Αθήνα έπαψε να είναι μια σταθερή κοινότητα μικρό-ιδιοκτητών, σχεδιασμένη να ικανοποιεί τις τοπικές ανάγκες. Η γεωργία της Αττικής προσανατολίστηκε προς το εμπόριο της Μεσογείου. Ο πλούτος και η ιδιοκτησία συγκεντρώνονταν ολοένα και σε λιγότερα χέρια η πολιτική ζωή ατονούσε και διαφθειρόταν όλο και περισσότερο, ώσπου στο τέλος η ανεξαρτησία των Αθηνών ποδοπατήθηκε από τη μακεδονική φάλαγγα.

diipetes
Read more...

Παραγωγισμός, προμηθεϊσμός, βιομηχανισμός και η αξία της φύσης στον Μαρξ

Του οικο-θεωρητικού

Ένα από τα σημαντικότερα σημεία στα οποία ασκούν οι οικολόγοι κριτική προς τη μαρξιστική αριστερά είναι και το θέμα του «παραγωγισμού» ή όπως αλλιώς αναφέρεται στην Ελλάδα μιας άκριτης «λατρείας της ανάπτυξης» και της παραγωγής για την παραγωγή. Ο Γάλλος ευρωβουλευτής των Πράσινων, Αλαίν Λιπιέτζ, ο οποίος έχει και μια μακρά μαρξιστική πορεία, θεωρεί ότι «η οικολογία αντιτίθεται στο εργατικό κίνημα (και στον Μαρξισμό ιδιαίτερα), στο κεντρικό σημείο της "ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων"»(1). Αλλού(2), σημειώνει ότι θεωρεί τη διατύπωση «η εκμεταλλευτική και αλλοτριωτική ανάπτυξη των σχέσεων και των δυνάμεων της παραγωγής στον καπιταλισμό παραδόξως δημιουργεί το δυναμικό για πιο ικανοποιητικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπινων όντων και των φυσικών συνθηκών τους» ως τον τυπικό τελεολογικό παραγωγισμό που συνιστά τον κοινό πυρήνα του Μαρξ και του Στάλιν.

Ο Λιπιέτζ συμφωνεί με τον Ted Benton, ο οποίος έδειξε ότι ο Μαρξ βλέπει την ιστορία ως μια προοδευτική «τεχνητοποίηση» (artificialization) του κόσμου, που απελευθερώνει την ανθρωπότητα από εξωτερικούς περιορισμούς που επιβάλλονται από την μη τελειοποιημένη ακόμη κυριαρχία της επί της φύσης. Αυτό τον οδηγεί – και μαζί και τους Μαρξιστές – στο να τείνει να υποτιμήσει τον χαρακτήρα αυτών των εξωτερικών περιορισμών που στην ουσία τους είναι οικολογικοί περιορισμοί.
Σε παρόμοιους τόνους, ο Μ. Μπούκτσιν(3) θεωρεί ότι ο Μαρξ αντιλαμβάνεται τη σχέση ανθρώπου – φύσης ως ανταγωνιστική και όχι ως συνεργατική. Πιο συγκεκριμένα αναφέρει: «η φύση, σύμφωνα με την ατυχή έκφραση του Μαρξ, είναι ένα "βασίλειο της αναγκαιότητας" που αντιτάσσεται ακατάπαυστα στις ένθερμες προσπάθειες του ανθρώπου για αυτοπραγμάτωση και ελευθερία. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με μια εχθρική "ετερότητα" που επενεργεί επάνω του με πιεστικό εξαναγκασμό, εναντίον του οποίου πρέπει να αντιτάξει τις δικές του δυνάμεις μόχθου και πανουργίας. Η ιστορία παίρνει τη μορφή ενός προμηθεϊκού δράματος όπου ο άνθρωπος αψηφά ηρωικά έναν βάναυσα εχθρικό φυσικό κόσμο και αυτοεπιβεβαιώνεται πεισματικά εναντίον του». Και συνεχίζει λίγο πιο κάτω: «Όλες οι ταξικές θεωρίες της κοινωνικής ανάπτυξης είναι ριζωμένες επί δύο σχεδόν αιώνες στην πεποίθηση ότι η "εξουσίαση της φύσης από τον άνθρωπο" απορρέει από την ανάγκη να "κυριαρχηθεί η φύση" ως προϋπόθεση για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Αυτή η αντίληψη της ιστορίας, που ήταν ήδη εμφανής στα πολιτικά γραπτά του Αριστοτέλη, επρόκειτο να αποκτήσει στα χέρια του Μαρξ την περιωπή μιας "σοσιαλιστικής επιστήμης" και προσφέρει μια ύπουλη δικαιολόγηση της ιεραρχίας και της κυριαρχίας εν ονόματι της ισότητας και της απελευθέρωσης. Σε τελική ανάλυση, ο πραγματικός αντίπαλος στη δοξογραφία της σοσιαλιστικής θεωρίας δεν είναι ο καπιταλισμός αλλά η φύση».

Ο Λιπιέτζ αναφέρει μια άλλη φράση του Μαρξ: «Η εργασία δεν είναι παρά ο πατέρας του πλούτου – η φύση είναι η μητέρα» και λέει πως για τον Μαρξ η Μητέρα–Φύση λαμβάνονταν υπόψη μόνο για να υποταχτεί στις παραγωγιστικές διαταγές του Πατέρα – Εργασία, σε συμφωνία με μια παράδοση που πάει πίσω τουλάχιστον έως τον Αριστοτέλη: «η ύλη υπόκειται στη μορφή όπως η γυναίκα στον άντρα». Η εκ των προτέρων έμφαση του Μαρξ στις θετικές όψεις των μετασχηματιστικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου και ο περιορισμός της κριτικής του στην καθεστηκυία τάξη μόνο στις παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων (χωρίς να συνεχίζει σε μια κριτική του περιεχομένου αυτής της παραγωγής), άνοιξε το δρόμο για τη ρήξη μεταξύ του Μαρξισμού και της ηθικής, του Μαρξισμού και της δημοκρατικής πολιτικής, του Μαρξισμού και της οικολογίας.

Αυτή η κριτική του Μαρξισμού για το γεγονός ότι δεν λαμβάνει υπόψη του τους οικολογικούς περιορισμούς, έχει οδηγήσει ορισμένους να προτείνουν τον επαναπροσδιορισμό της σπάνης στο μαρξιστικό πλαίσιο ώστε αυτό να οδηγηθεί σε συμφιλίωση με την οικολογία(4). Ωστόσο, ορισμένα σχετικά πρόσφατα έργα οικο-μαρξιστών μελετητών, αναδεικνύουν ορισμένες παραγνωρισμένες πτυχές του έργου του Μαρξ, θέλοντας να δείξουν ότι σε τελική ανάλυση καθόλου δεν είχε υποβαθμιστεί η εκμετάλλευση της φύσης στη μαρξιστική ανάλυση. Αναφερόμαστε ουσιαστικά στο βιβλίο του John Bellamy Foster(5) και κυρίως στο βιβλίο του Paul Burkett(6), βασικού συνεργάτη στο αμερικανικό περιοδικό “Capitalism, Nature, Socialism”.

Στο βιβλίο του Burkett αμφισβητείται η ρετσινιά του «Προμηθεϊσμού» που έχει κολλήσει στο έργο του Μαρξ, λέγοντας ότι αυτός ποτέ δεν αρνήθηκε ότι η κοινωνία αναπτύσσεται σε εξάρτηση με το φυσικό της περιβάλλον και τους περιορισμούς που αυτό θέτει. Αντίθετα, κατηγορεί τον καπιταλισμό για το γεγονός ότι δεν αποδίδει αξία στη φύση και για το ότι με αυτή τη δικαιολογία καταχράται τους φυσικούς πόρους ως δήθεν «δώρα της φύσης». Η καπιταλιστική χρηματική αξία που αποδίδεται στους φυσικούς πόρους αντανακλά απλά την ανταλλακτική τους αξία και όχι την αξία χρήσης. Η απόδοση μιας «κοινωνικής» και όχι απλά «χρηματικής» αξίας στη φύση είναι και η αριστερή απάντηση που βρίσκει ο Burkett στο έργο του Μαρξ για να αντιταχθεί στη σύγχρονη τάση του νεοφιλελευθερισμού(7) να αποτιμήσει σε δολάρια κάθε δάσος, λίμνη και ποτάμι (κάτι που σε τελική ανάλυση απομακρύνει και τους τελευταίους ενδοιασμούς από τους κεφαλαιοκράτες στο να εκμεταλλευτούν μέχρι τελικής καταστροφής αυτούς τους πόρους, εάν θεωρήσουν αυτό συμφερότερο, σε οικονομικούς όρους).

Ο Burkett δέχεται την κριτική ενάντια στο Μαρξ που αφορά το «βιομηχανισμό» του, ένα όραμα που θέλει τους βιομηχανικούς εργάτες ως το μοχλό της κοινωνικής αλλαγής. Ωστόσο, βρίσκει στο έργο του τα θετικά εκείνα στοιχεία που μπορούν να αντιπαρατεθούν σε έναν μονόπλευρο βιομηχανισμό. Ιδιαίτερα επισημαίνει την επιμονή του Μαρξ στο ότι οι εργάτες δεν πρέπει να πέσουν στην παγίδα του να αγωνίζονται μόνο για τα στενά οικονομικά τους συμφέροντα, κάτι που μπορεί να τους οδηγήσει σε ανταγωνισμό με άλλους εργάτες και με όσους δεν έχουν δουλειά (κάτι εξαιρετικά επίκαιρο στις σημερινές συνθήκες της Ελλάδας, με τη συμφωνία για την εθελούσια έξοδο στον ΟΤΕ). «Πρέπει να μάθουν να δρουν ως κέντρα οργάνωσης της εργατικής τάξης για το ευρύτερο συμφέρον της συνολικής της απελευθέρωσης. Πρέπει να βοηθούν κάθε κοινωνικό και πολιτικό κίνημα προς αυτή την κατεύθυνση». Οι λαϊκοί αγώνες ενάντια στο κεφάλαιο περιλαμβάνουν με αυξανόμενους ρυθμούς αγώνες για μη-εμπορευματοποιημένες ή μερικώς εμπορευματοποιημένες κοινωνικές συνθήκες παραγωγής, όπως η εκπαίδευση, οι συγκοινωνίες, τα μέσα επικοινωνίας, η φροντίδα υγείας, οι υγιεινές συνθήκες και βέβαια η ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος.

Τέλος, όσον αφορά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού (ως σαφώς διακριτή από την επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό), ο Μαρξ, κατά τον Burkett, πάντα υπογράμμιζε τις περιβαλλοντικές παραμέτρους και την ανάγκη για μια ορθολογική ρύθμιση των ανθρώπινων σχέσεων με τη φύση, σε συμφωνία τόσο με τις ανάγκες της ανθρώπινης ελευθερίας και κοινότητας όσο και με τις αρχές της αειφορίας (sustainability)(8). Η διαφορά βέβαια, έγκειται στην αποδοχή της αειφορίας σε ένα καθαρά ιστορικό και συγκυριακό πλαίσιο και όχι σε ένα «αιώνιο» και αμετάβλητο πλαίσιο σαν αυτό που υιοθετεί ας πούμε η Λέσχη της Ρώμης. Τα περιβαλλοντικά όρια ποτέ δεν μπορούν να είναι αμετάβλητα – αντίθετα, αυτά είναι άκρως δυναμικά και μεταβαλλόμενα, αλλά και εξαρτώμενα από κοινωνικές παραμέτρους (όπως π.χ. οι νέες τεχνολογικές επινοήσεις).

Ο Burkett βέβαια, δεν αρνείται μια αυτοκριτική στάση ως προς το τι πήγε τελικά στραβά και η αριστερά αγνόησε με τόσο καταστροφικές συνέπειες τις περιβαλλοντικές παραμέτρους, αλλά και τους ίδιους τους θεωρητικούς της ταγούς. Η κριτική στρέφεται προς την τροπή που πήρε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο Burkett είναι ξεκάθαρος όταν αναφέρεται σε «δημοκρατικές μορφές αυτοδιεύθυνσης των παραγωγών». Σύμφωνα με τα λόγια του «ακόμη και όσοι κριτικάρουν το Μαρξ πρέπει να παραδεχτούν ότι το όραμά του για ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων βασισμένη σε συνεργατικά σχεδιασμένη και διευθυνόμενη παραγωγή διαφέρει πολύ από τους πειθαρχημένους, κρατιστικούς "σοσιαλισμούς" της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. και των δορυφόρων της».

Αυτή η ενδιαφέρουσα «οικολογική» αναβάπτιση στο έργο του Μαρξ είναι βέβαιο ότι μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην προσέγγιση των δύο πολιτικών χώρων της οικολογίας και της αριστεράς (χαρακτηριστική είναι και η θετική βιβλιοκριτική προς το βιβλίο του Burkett που παρουσιάστηκε στο Synthesis/Regeneration, το έντυπο των Πράσινων των ΗΠΑ(9). Ωστόσο, η ανηλεής ανατομία του μαρξιστικού έργου θα πρέπει να συνεχιστεί ώστε να βεβαιωθούμε αν έφερε ή όχι σπέρματα που αργότερα θα δώσουν «άνθη του κακού» στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Αναφορές
1. Lipietz A. 2000. Political Ecology and the Future of Marxism. Capitalism, Nature, Socialism, March 2000, vol. 11, no. 1 (issue 41): 69-86. http://lipietz.club.fr/MET/MET_MarxismCNS.htm
2. Lipietz A. 2000. From Marx to Ecology and Return? A Brief Reply. Capitalism, Nature, Socialism, June 2000, vol. 11, no. 2 (issue 42): 102-110.
http://lipietz.club.fr/ECO/ECO_CNS42ReplyFutMarx.htm
3. Μπούκτσιν Μ. 1985. Η Ριζοσπαστικοποίηση της Φύσης. Εκδ. Ελ. Τύπος.
4. Carpenter G. 1996. Επαναπροσδιορίζοντας τη σπάνη: Ο Μαρξισμός και η Οικολογία σε συμφιλίωση. Δημοκρατία και Φύση, τ. 2: 133-156.
5. Foster J.B. 2000. Marx’s Ecology. Monthly Review Press, New York.
6. Burkett P. 1999. Marx and Nature. A Red and Green Perspective. St. Martin’s Press, New York.
7. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι συχνές αναφορές του Economist στο πως οι δυνάμεις της αγοράς μπορούν να αποδειχθούν ο καλύτερος φίλος του περιβάλλοντος! Για ένα πρόσφατο δείγμα: The Economist, April 23rd-29th 2005, Rescuing environmentalism.
8. Foster J.B. 2000. Marx’s Ecological Value Analysis (a review of P. Burkett’s Marx and Nature). Monthly Review, vol. 52, No. 4. http://www.monthlyreview.org/900jbf.htm
9. Smith T. 2000. Review: James Bellamy Foster’s Marx’s Ecology, Paul Burkett’s Marx and Nature. Synthesis/Regeneration, 23 (Fall 2000). http://www.greens.org/s-r/23/23-14.html

(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Οικολογικής Κίνησης Θεσσαλονίκης «Εν Οίκω», φύλλο 62, Σεπτέμβριος 2005, σελ. 13-14)

Read more...