Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

Η πολιτική της ανυπακοής και η "μη-συνεργασία"


Η μεγαλύτερη συμβολή του Χένρι Ντέιβιντ Θορό είναι ότι επαναστατικοποίησε την ιδέα της επανάστασης. Μέχρι το «Civil Disobedience» η ιδέα της επανάστασης ήταν συνυφασμένη με τη βία και το αίμα. Ο Θορό αντέτεινε ότι ένας πολίτης, στηρίζοντας έναν άδικο νόμο μέσω της υπακοής ή της χρηματοδότησης, κατ’ ουσίαν τροφοδοτεί την αδικία. Οι άνθρωποι με συνείδηση μπορούν να πολεμήσουν την αδικία χωρίς να καταφύγουν στη βία. Μπορούν να επιβραδύνουν και τελικά να σταματήσουν τη μηχανή της αδικίας χρησιμοποιώντας την τριβή της «μη-συνεργασίας».

Άρθρο του Πασχου Μανδραβελη

Διαβάστε και το άρθρο Μανιφέστο δύο αιώνων


Η πολιτική της ανυπακοής

Kανείς στη Μασαχουσέτη των αρχών του 19ου αιώνα δεν θα πίστευε ότι ο ερημίτης της Κομητείας Κονκόρντ, ονόματι Χένρι Ντέιβιντ Θορό, θα γινόταν κάποτε επαναστάτης. Οπως και κανείς, πριν από τον Μαχάτμα Γκάντι, δεν έδωσε σημασία σε ένα μακροσκελές άρθρο με τον τίτλο «Αντίσταση στην πολιτική του κράτους» («Resistance to Civil Government») που δημοσιεύτηκε το 1849 στην εντελώς άγνωστη επιθεώρηση «Εsthetic Papers».

Ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε απλώς να τον αφήνουν ήσυχο. Ζούσε σε καλύβα δίπλα σε μια λίμνη στο δάσος που περιέβαλε το χωριό του. Αποτελούσε κάτι αξιοπερίεργο στην μικρή κοινότητα του Κόνκορντ διότι «γυρνούσε στα δάση, χωρίς καν να έχει όπλο». Σύμφωνα με τον μέντορά του, τον συγγραφέα και φιλόσοφο Ράλφ Γουόλντο Εμερσον, ο Θορό «δεν άσκησε ποτέ κανένα επάγγελμα. Ζούσε μόνος του δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν ψήφισε ποτέ, δεν πήγε στην εκκλησία ποτέ, δεν πλήρωσε φόρους ποτέ. Δεν έφαγε ποτέ κρέας. Δεν ήπιε ποτέ κρασί και αρνιόταν την χρήση καπνού. Παρ’ όλο που ζούσε στη Φύση δεν χρησιμοποιούσε όπλο ή παγίδες ζώων. Δεν είχε το ταλέντο να γίνει πλούσιος, αλλά ήξερε πώς να είναι φτωχός χωρίς να επιτρέπει ούτε ένα σημάδι κακομοιριάς ή έλλειψης καλαισθησίας... Επέλεξε να γίνει ο εργένης της σκέψης και της Φύσης».

Παρ’ όλα αυτά ο Θορό δεν ήταν ξεκομμένος από τα πολιτικά και φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του. Ηταν ένθερμος υποστηρικτής του ελάχιστου κράτους και σφοδρός πολέμιος της δουλείας. Μετείχε στους κύκλους των στοχαστών του «υπερβατισμού» (transcendentalism), ένα ρεύμα ιδεών που αναπτύχθηκε στην Νέα Αγγλία τον 19ο αιώνα, πατριάρχης του οποίου ήταν ο Ράλφ Γουόλντο Εμερσον.

Ο Θορό έγραφε πολύ, κυρίως πράγματα που είχαν σχέση με τη Φύση, αλλά τα έργα του (ακόμη και το κορυφαίο «Waldo») θα ήταν μια υποσημείωση της ιστορίας αν ένα πρωί δεν χτύπαγε την πόρτα της καλύβας του ο έφορος της Μασαχουσέτης.

Ηταν η εποχή που οι ΗΠΑ είχαν ξεκινήσει έναν κατακτητικό πόλεμο κατά του Μεξικού (που κατέληξε στην προσάρτηση του Τέξας και άλλων εδαφών μέχρι την Καλιφόρνια), πόλεμο στον οποίο εναντιώνονταν όλα τα φιλελεύθερα πνεύματα των ΗΠΑ και, φυσικά, ο Θορό. Ηταν, επίσης, η εποχή που ανθούσε η δουλεία. Ο Θορό, όπως και πολλοί άλλοι (κυρίως «Κουάκεροι»), αρνούνταν να πληρώνουν φόρους με τη λογική ότι δεν ήθελαν να συμβάλλουν σε έναν άδικο πόλεμο που θα ενίσχυε τον θεσμό της δουλείας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Θορό αρνήθηκε να πληρώσει άδικο φόρο. Οπως διηγήθηκε ο ίδιος, στα 1835 «το Κράτος με συνάντησε εκ μέρους της Εκκλησίας και με διέταξε να πληρώσω ένα συγκεκριμένο ποσό για έναν κληρικό, τη λειτουργία του οποίου ο πατέρας μου παρακολουθούσε, αλλά όχι εγώ. “Πλήρωσε”, μου είπαν, “ή θα πας φυλακή”. Αρνήθηκα, αλλά δυστυχώς κάποιος άλλος πλήρωσε εκ μέρους μου. Δεν έβλεπα τον λόγο γιατί ο δάσκαλος έπρεπε να πληρώσει τον παπά και όχι ο παπάς τον δάσκαλο, αφού δεν ήμουν δάσκαλος της Πολιτείας, αλλά στηριζόμουν σε μη υποχρεωτικές συνδρομές (των μαθητών)... Πάντως, έπειτα από απαίτηση των αρχών, συμφώνησα να κάνω μια γραπτή δήλωση που έλεγε περίπου τα εξής: “Εγώ, ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό δηλώνω σε όλους ότι δεν επιθυμώ να είμαι μέλος οποιασδήποτε κοινότητας στην οποία δεν έχω κάνει αίτηση να ενταχθώ”».

Κατόπιν αυτού, ουδείς του ξαναζήτησε εκκλησιαστικό φόρο, αλλά ούτε φόρο εισοδήματος (επειδή δεν είχε εισόδημα) ούτε φόρο ακίνητης περιουσίας (επειδή δεν είχε ακίνητη περιουσία). Ομως, τον Ιούλιο του 1846 εκλήθη να πληρώσει αναδρομικά «εκλογικό φόρο» έξι ετών που στην ουσία είναι «κεφαλικός φόρος». Φυσικά αρνήθηκε (δεν ψήφιζε καν) και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Αρνήθηκε να εξαγοράσει την ποινή του και οργίστηκε όταν (πιθανότατα) η αδελφή του πλήρωσε για να βγει από τη φυλακή. Η μία νύχτα όμως που πέρασε στο κελί ήταν για τον ίδιο μια τρομαχτική εμπειρία. Τότε κατάλαβε, όπως έγραψε στο ημερολόγιό του, την τρομαχτική δύναμη του κράτους να παραβιάζει τη συνείδηση και τα πιστεύω των πολιτών.

Αυτή η εμπειρία έγινε διάλεξη και η διάλεξη άρθρο για να καταλήξει σε μια κλασική πολιτική πραγματεία με το όνομα «Πολιτική ανυπακοή», η οποία εξετάζει πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις οι άνθρωποι υπακούουν στους νόμους, ακόμη κι αν πιστεύουν ότι οι νόμοι είναι άδικοι. Το έργο πέρασε απαρατήρητο τα επόμενα 50 χρόνια ώσπου ένας Ινδός δικηγόρος στη Νότιο Αφρική το έκανε ευαγγέλιο του κινήματος της «μη-συνεργασίας με τις αρχές». Ο Μαχάτμα Γκάντι ήταν ο πρώτος που έκανε πράξη τις ιδέες του Θορό, ακολούθησε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και πολλοί άλλοι.

Από τον Σοφοκλή στον Τζον Ρολς

Η πολιτική ανυπακοή απαντάται για πρώτη φορά στον Σοφοκλή. Μόνο που το αίτημα της Αντιγόνης δεν είναι πολιτικό, είναι ηθικό. Η ηρωίδα της τραγωδίας παραβαίνει τον άδικο για τους Θεούς νόμο και θάβει τον αδελφό της.

O Θορό –αν και περιέργως πως δεν αναφέρει πουθενά την Αντιγόνη στην πραγματεία του– ξεκινάει μεν από την ηθική των ατόμων που είναι πιο ιερή από τους νόμους του κράτους, αλλά κάνει το αίτημα πολιτικό. Για την ακρίβεια, η μεγαλύτερη συμβολή του Θορό δεν είναι ότι ενέπνευσε ειρηνικές επαναστάσεις, οι οποίες άλλαξαν τον κόσμο. Η μεγαλύτερη συμβολή του είναι ότι επαναστατικοποίησε την ιδέα της επανάστασης. Μέχρι το «Civil Disobedience» η ιδέα της επανάστασης ήταν συνυφασμένη με τη βία και το αίμα. Ο Θορό αντέτεινε ότι ένας πολίτης, στηρίζοντας έναν άδικο νόμο μέσω της υπακοής ή της χρηματοδότησης, κατ’ ουσίαν τροφοδοτεί την αδικία. Οι άνθρωποι με συνείδηση μπορούν να πολεμήσουν την αδικία χωρίς να καταφύγουν στη βία. Μπορούν να επιβραδύνουν και τελικά να σταματήσουν τη μηχανή της αδικίας χρησιμοποιώντας την τριβή της «μη-συνεργασίας».

Ο μεγάλος φιλόσοφος του Δικαίου Τζον Ρολς πήγε την πολιτική ανυπακοή ένα βήμα παραπέρα. Εθεσε τους κανόνες της. Οταν κάποιοι πολίτες νιώθουν ότι ο νόμος προσβάλλει τα δικαιώματά τους, οφείλουν να τον παραβούν τηρώντας όμως τρεις προϋποθέσεις: 1) η παραβίαση του νόμου να μην εμπεριέχει βία 2) να γίνεται δημόσια (δηλαδή και χωρίς κουκούλες) 3) οι παραβάτες να πληρώνουν το τίμημα της παράβασης. Το τελευταίο είναι κρίσιμο. Πρώτον, πιστοποιεί ότι οι παραβάτες δεν εξυπηρετούν ίδιον όφελος παραβαίνοντας το νόμο και δεύτερον μεγιστοποιείται το αποτέλεσμα της πολιτικής ανυπακοής. Είτε επικοινωνιακά είτε διά της νομολογίας που εκδίδει κάποιο δικαστήριο.

Μετά απ’ όλα αυτά, πρέπει να αναλογιστούμε κάτι σε σχέση με τα ελληνικά πράγματα: πόση «Πολιτική ανυπακοή» και πόσο απολιτικό μπάχαλο ζήσαμε αυτές τις μέρες; Οχι μόνο κατά τη διάρκεια της νεολαιίστικης εξέγερσης, αλλά γενικώς.

Ιnfo

- Ντέιβιντ Χένρι Θορό, «Πολιτική ανυπακοή - Ζωή χωρίς αρχές - Περπατώντας», τρία δοκίμια, εκδ. «Διεθνής Βιβλιοθήκη»
- Τζον Ρολς, «Θεωρία της Δικαιοσύνης», εκδ. Πόλις
- Τζον Ρολς, «Η δίκαιη κοινωνία», εκδ. Πόλις

Πασχος Μανδραβελης, "Καθημερινή", 21-12-2008
Read more...

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Η μη βίαιη δράση των ισχυρών



Ηθικά ανώτεροι οι νέοι αυτοί, δημιουργούν ρωγμές στη συνείδηση των οργάνων και τους αποδιαρθρώνουν ως μηχανές βίαιης επιβολής




Read more...

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

Μανιφέστο των εχθρών του καταναλωτισμού

"Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους μέσα σε μια σιωπηλή απόγνωση. Αυτό που άλλοι ονομάζουν αποδοχή των συνθηκών, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα είδος επιβεβαιωμένης απελπισίας".

Από το κλασικό έργο «Walden ή Η ζωή στο δάσος» του Aμερικανού οραματιστή Χένρι Θορώ


Το βιβλίο «Walden ή Η ζωή στο δάσος» πρωτοδημοσιεύτηκε το 1854 και περιγράφει τις εμπειρίες, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του συγγραφέα του Henry D. Thoreau. Είναι το βιβλίο που δεν έπαψε να μεταφράζεται έκτοτε σε όλο τον κόσμο και να αποτελεί το μανιφέστο όλων όσοι ονειρεύονται να αφήσουν τις καταναλωτικές συνήθειες και να αποσυρθούν στη ζωή στη Φύση• όλων όσοι οραματίζονται το ασυμβίβαστο. Γιατί ο Αμερικανός συγγραφέας ήταν «ο αυτόκλητος επιθεωρητής της χιονοθύελλας και της καταιγίδας [...] ενός τοπογράφου όχι των δημόσιων δρόμων, αλλά των μονοπατιών του δάσους και όλων εκείνων των μονοπατιών που διασχίζουν τα χωράφια».

Ο Henry D. Thoreau ήταν 28 χρόνων και απόφοιτος του Χάρβαρντ όταν, το 1845, αποφάσισε να αφήσει πίσω του τον πολιτισμό και να πάει στις όχθες της μικρής λίμνης Ουάλντεν. Εκεί «χτίζει μια μικρή καλύβα, μόλις τριάμισι επί τεσσεράμισι μέτρα, με ξυλεία της περιοχής και άχρηστα σανίδια, πάνω σε δανεική γη, χρησιμοποιώντας ένα δανεικό τσεκούρι. Σκάβει ένα κελάρι στο μαλακό χώμα. Φυτεύει ένα χωράφι με φασολιές. Χτίζει μόνος του την καμινάδα, φτιάχνει ασβέστη, σοβαντίζει ο ίδιος το σπίτι του. Τρέφεται κατά κύριο λόγο με φρούτα και λαχανικά. Η αποθήκη τροφίμων του περιέχει κυρίως ρύζι, μελάσα, κριθάλευρο και καλαμποκάλευρο, το λεγόμενο “ινδιάνικο αλεύρι”».
Η μόνη του απασχόληση, εκτός από τη φροντίδα του εαυτού του, τα τρία χρόνια που έζησε στο χειροποίητο σπιτάκι της λίμνης Ουάλντεν, ήταν να γράφει, να διαβάζει, να στοχάζεται και να συζητάει με τους λιγοστούς γείτονές του. Εάν για τα μέσα του 19ου αιώνα, στην Αμερική, αυτός ο τρόπος ζωής ήταν ένα όνειρο, για όσους ζουν τους ιλιγγιώδεις ρυθμούς ζωής του 21ου αιώνα είναι ένα άπιαστο όνειρο. Ταυτόχρονα, το βιβλίο του Henry D. Thoreau είναι και ένα πανόραμα διαφόρων υφολογικών τεχνικών που κυριαρχούσαν στα μέσα του 19ου αιώνα.

Το «Walden ή Η ζωή στη λίμνη» κυκλοφορεί ξανά από τις εκδόσεις «Κέδρος» σε μετάφραση Βασίλη Αθανασιάδη. Δεν είναι η πρώτη φορά που κυκλοφορεί στα ελληνικά. Η πρώτη έκδοση έγινε τη δεκαετία του ’50 από την «Ατλαντίδα» με περικοπές. Η επόμενη έκδοσή του στα ελληνικά έγινε το 1981 από τις εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη» σε μετάφραση Χρήστου Κωνσταντινίδη. Από τις σελίδες ενός βιβλίου, που ενάμιση αιώνα μετά την πρώτη κυκλοφορία του (1854) εξακολουθεί να αναστατώνει τον αναγνώστη, από τις σκέψεις ενός ανθρώπου που έκανε πράξη απόβασης σ’ έναν άγριο τόπο, εγκαταστάθηκε σε μια δασώδη περιοχή, απέρριψε τα περίτεχνα στολίδια της πολιτισμένης ζωής και ξεκίνησε μια ζωή βασιζόμενος στην αυτάρκεια, από ένα σύνολο προτάσεων που είναι σήμερα, «τόσο άφθαρτες όσο και ξεπερασμένες», δημοσιεύουμε μερικά αποσπάσματα.


Οικονομία


«Οι περισσότεροι άνθρωποι, ακόμα και σε αυτήν τη σχετικά ελεύθερη χώρα, εξαιτίας της άγνοιάς τους ή από κάποιο μοιραίο λάθος, τόσο πολύ βουλιάζουν στις πλασματικές τους έγνοιες και στη σκληρή και όμως περιττή χειρωνακτική εργασία, που γίνονται ανίκανοι να τρυγήσουν τους εκλεκτούς καρπούς της ζωής. Τα δάκτυλά τους έχουν γίνει αδέξια και τρέμουν από την πολλή δουλειά, έτσι που τους είναι άχρηστα για οτιδήποτε άλλο.
Η αλήθεια είναι πως στον εργαζόμενο δεν απομένει καθόλου χρόνος για κοινωνική αξιοπρέπεια. Δεν έχει την πολυτέλεια να διατηρεί ούτε τις απολύτως απαραίτητες σχέσεις με τους συνανθρώπους του, από φόβο μήπως και ο χρόνος που θα χάσει γίνει αιτία να υποτιμηθεί η εργασία του στην αγορά. Δεν του μένει καιρός για να είναι τίποτε παραπάνω από μια μηχανή. Πώς μπορεί να αναρωτηθεί για την άγνοιά του -πράγμα απαραίτητο για να μπορέσει να αναπτυχθεί- εκείνος που τόσο συχνά βρίσκεται αναγκασμένος να χρησιμοποιεί τις γνώσεις του; Κανονικά θα έπρεπε πού και πού να τον ταΐζουμε και να τον ντύνουμε δωρεάν, καθώς και να τον σκλαβώνουμε με τις φιλοφρονήσεις μας, αντί να τον κρίνουμε. Όπως τα άνθη των οπωροφόρων, έτσι και τα εκλεκτότερα από τα χαρίσματα της ανθρώπινης φύσης μας δεν αντέχουν παρά μόνο στο πιο απαλό άγγιγμα. Και όμως, ούτε στους εαυτούς μας ούτε στους συνανθρώπους μας φερόμαστε με την τρυφερότητα που πρέπει.

Κάποιοι από εσάς, το ξέρουμε όλοι, είστε φτωχοί, η ζωή σας είναι δύσκολη, κάποιες φορές νιώθετε σαν να πνίγεστε. Δεν έχω αμφιβολία πως ορισμένοι από εσάς που διαβάζετε το βιβλίο αυτό αδυνατείτε να πληρώσετε όλα εκείνα τα γεύματα που έχετε ήδη καταναλώσει ή να αντικαταστήσετε τα πανωφόρια και τα παπούτσια σας που φθείρονται μέρα με τη μέρα, αν δηλαδή δεν έχουν ήδη φθαρεί. Έχετε φτάσει ως τη σελίδα αυτή θέλοντας να σκοτώσετε λίγο από τον δανεισμένο ή κλεμμένο χρόνο σας, να ξεκλέψετε άλλη μια ώρα από τους πιστωτές σας. Χάρη στις δικές μου εμπειρίες μπορώ και βλέπω ολοκάθαρα πόσο ταπεινές, πόσο λαθραίες είναι οι ζωές πολλών από εσάς: πάντα στα όρια, πάντα να πασχίζετε να μπείτε στην παραγωγή και να βγείτε από τα χρέη. Είναι ο ίδιος εκείνος ο πανάρχαιος ζυγός που οι Λατίνοι αποκαλούσαν oes alienum, δηλαδή “ο χαλκός των άλλων”, μια και κάποια από τα νομίσματά τους είναι φτιαγμένα από χαλκό. Διαρκώς υπόσχεστε να πληρώσετε αύριο, πάντοτε αύριο, ενώ σήμερα πεθαίνετε στην ψάθα. Διαρκώς ψάχνετε τρόπους να κερδίσετε την εύνοια των άλλων μήπως και αρπάξετε κάποιον πελάτη, με οποιονδήποτε τρόπο, φτάνει να μην αποτελεί ποινικό αδίκημα: λέτε ψέματα, κολακεύετε, ψηφίζετε. Συρρικνώνετε τον εαυτό σας ώσπου να γίνει ένα μικρό κουκούτσι από καθαρή αβροφροσύνη ή τον φουσκώνετε μέχρι να γίνει αραιός αιθέρας γενναιοδωρίας, μήπως και καταφέρετε και πείσετε τον γείτονά σας να σας επιτρέψει να του φτιάξετε τα παπούτσια, το καπέλο, το παλτό, την άμαξα ή να εισαγάγετε τα τρόφιμά του. Αρρωσταίνετε προσπαθώντας να εξοικονομήσετε μερικά χρήματα για την ημέρα που θα αρρωστήσετε. (...)

Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους μέσα σε μια σιωπηλή απόγνωση. Αυτό που άλλοι ονομάζουν αποδοχή των συνθηκών, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα είδος επιβεβαιωμένης απελπισίας».

Κατακλείδα

«Από την αγάπη, από το χρήμα και τη δόξα προτιμώ την αλήθεια. Κάθισα κάποτε σ’ ένα τραπέζι στο οποίο τα φαγητά και τα κρασιά έρεαν σε αφθονία και όπου όλοι οι συνδαιτυμόνες συμπεριφέρονταν με δουλοπρέπεια, ενώ απουσίαζαν παντελώς η ειλικρίνεια και η αλήθεια. Έφυγα πεινασμένος από το αφιλόξενο εκείνο δείπνο. Η φιλοξενία ήταν τόσο ψυχρή όσο τα παγωτά που πρόσφεραν για επιδόρπιο. Δεν χρειαζόταν πάγος για να παγώσουν. Μου μιλούσαν για την ηλικία των κρασιών και για τη φήμη της κάθε σοδειάς, όμως εγώ είχα στο μυαλό μου ένα πιο παλιό, ή πιο νέο, και πιο καθαρό κρασί, μιας σοδειάς πολύ πιο ένδοξης, που οι οικοδεσπότες μου δεν το είχαν και ούτε μπορούσαν να το αγοράσουν. Το ύφος, η οικία, η έκταση του οικοπέδου και η «ψυχαγωγία» δεν μου λένε τίποτα. Πέρασα να επισκεφτώ τον βασιλιά, αλλά με έβαλε και περίμενα στον προθάλαμό του και συμπεριφέρθηκε σαν να μην ήταν ικανός να προσφέρει φιλοξενία. Υπήρχε ένας άνθρωπος στη γειτονιά μου που ζούσε μέσα στην κουφάλα ενός δέντρου. Οι τρόποι του ήταν στ’ αλήθεια αντάξιοι ενός βασιλιά. Καλύτερα να είχα πάει να επισκεφτώ εκείνον».

Όλγα Σελλα
Καθημερινή, 15/04/2007
Read more...