Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

Μανιφέστο των εχθρών του καταναλωτισμού

"Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους μέσα σε μια σιωπηλή απόγνωση. Αυτό που άλλοι ονομάζουν αποδοχή των συνθηκών, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα είδος επιβεβαιωμένης απελπισίας".

Από το κλασικό έργο «Walden ή Η ζωή στο δάσος» του Aμερικανού οραματιστή Χένρι Θορώ


Το βιβλίο «Walden ή Η ζωή στο δάσος» πρωτοδημοσιεύτηκε το 1854 και περιγράφει τις εμπειρίες, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του συγγραφέα του Henry D. Thoreau. Είναι το βιβλίο που δεν έπαψε να μεταφράζεται έκτοτε σε όλο τον κόσμο και να αποτελεί το μανιφέστο όλων όσοι ονειρεύονται να αφήσουν τις καταναλωτικές συνήθειες και να αποσυρθούν στη ζωή στη Φύση• όλων όσοι οραματίζονται το ασυμβίβαστο. Γιατί ο Αμερικανός συγγραφέας ήταν «ο αυτόκλητος επιθεωρητής της χιονοθύελλας και της καταιγίδας [...] ενός τοπογράφου όχι των δημόσιων δρόμων, αλλά των μονοπατιών του δάσους και όλων εκείνων των μονοπατιών που διασχίζουν τα χωράφια».

Ο Henry D. Thoreau ήταν 28 χρόνων και απόφοιτος του Χάρβαρντ όταν, το 1845, αποφάσισε να αφήσει πίσω του τον πολιτισμό και να πάει στις όχθες της μικρής λίμνης Ουάλντεν. Εκεί «χτίζει μια μικρή καλύβα, μόλις τριάμισι επί τεσσεράμισι μέτρα, με ξυλεία της περιοχής και άχρηστα σανίδια, πάνω σε δανεική γη, χρησιμοποιώντας ένα δανεικό τσεκούρι. Σκάβει ένα κελάρι στο μαλακό χώμα. Φυτεύει ένα χωράφι με φασολιές. Χτίζει μόνος του την καμινάδα, φτιάχνει ασβέστη, σοβαντίζει ο ίδιος το σπίτι του. Τρέφεται κατά κύριο λόγο με φρούτα και λαχανικά. Η αποθήκη τροφίμων του περιέχει κυρίως ρύζι, μελάσα, κριθάλευρο και καλαμποκάλευρο, το λεγόμενο “ινδιάνικο αλεύρι”».
Η μόνη του απασχόληση, εκτός από τη φροντίδα του εαυτού του, τα τρία χρόνια που έζησε στο χειροποίητο σπιτάκι της λίμνης Ουάλντεν, ήταν να γράφει, να διαβάζει, να στοχάζεται και να συζητάει με τους λιγοστούς γείτονές του. Εάν για τα μέσα του 19ου αιώνα, στην Αμερική, αυτός ο τρόπος ζωής ήταν ένα όνειρο, για όσους ζουν τους ιλιγγιώδεις ρυθμούς ζωής του 21ου αιώνα είναι ένα άπιαστο όνειρο. Ταυτόχρονα, το βιβλίο του Henry D. Thoreau είναι και ένα πανόραμα διαφόρων υφολογικών τεχνικών που κυριαρχούσαν στα μέσα του 19ου αιώνα.

Το «Walden ή Η ζωή στη λίμνη» κυκλοφορεί ξανά από τις εκδόσεις «Κέδρος» σε μετάφραση Βασίλη Αθανασιάδη. Δεν είναι η πρώτη φορά που κυκλοφορεί στα ελληνικά. Η πρώτη έκδοση έγινε τη δεκαετία του ’50 από την «Ατλαντίδα» με περικοπές. Η επόμενη έκδοσή του στα ελληνικά έγινε το 1981 από τις εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη» σε μετάφραση Χρήστου Κωνσταντινίδη. Από τις σελίδες ενός βιβλίου, που ενάμιση αιώνα μετά την πρώτη κυκλοφορία του (1854) εξακολουθεί να αναστατώνει τον αναγνώστη, από τις σκέψεις ενός ανθρώπου που έκανε πράξη απόβασης σ’ έναν άγριο τόπο, εγκαταστάθηκε σε μια δασώδη περιοχή, απέρριψε τα περίτεχνα στολίδια της πολιτισμένης ζωής και ξεκίνησε μια ζωή βασιζόμενος στην αυτάρκεια, από ένα σύνολο προτάσεων που είναι σήμερα, «τόσο άφθαρτες όσο και ξεπερασμένες», δημοσιεύουμε μερικά αποσπάσματα.


Οικονομία


«Οι περισσότεροι άνθρωποι, ακόμα και σε αυτήν τη σχετικά ελεύθερη χώρα, εξαιτίας της άγνοιάς τους ή από κάποιο μοιραίο λάθος, τόσο πολύ βουλιάζουν στις πλασματικές τους έγνοιες και στη σκληρή και όμως περιττή χειρωνακτική εργασία, που γίνονται ανίκανοι να τρυγήσουν τους εκλεκτούς καρπούς της ζωής. Τα δάκτυλά τους έχουν γίνει αδέξια και τρέμουν από την πολλή δουλειά, έτσι που τους είναι άχρηστα για οτιδήποτε άλλο.
Η αλήθεια είναι πως στον εργαζόμενο δεν απομένει καθόλου χρόνος για κοινωνική αξιοπρέπεια. Δεν έχει την πολυτέλεια να διατηρεί ούτε τις απολύτως απαραίτητες σχέσεις με τους συνανθρώπους του, από φόβο μήπως και ο χρόνος που θα χάσει γίνει αιτία να υποτιμηθεί η εργασία του στην αγορά. Δεν του μένει καιρός για να είναι τίποτε παραπάνω από μια μηχανή. Πώς μπορεί να αναρωτηθεί για την άγνοιά του -πράγμα απαραίτητο για να μπορέσει να αναπτυχθεί- εκείνος που τόσο συχνά βρίσκεται αναγκασμένος να χρησιμοποιεί τις γνώσεις του; Κανονικά θα έπρεπε πού και πού να τον ταΐζουμε και να τον ντύνουμε δωρεάν, καθώς και να τον σκλαβώνουμε με τις φιλοφρονήσεις μας, αντί να τον κρίνουμε. Όπως τα άνθη των οπωροφόρων, έτσι και τα εκλεκτότερα από τα χαρίσματα της ανθρώπινης φύσης μας δεν αντέχουν παρά μόνο στο πιο απαλό άγγιγμα. Και όμως, ούτε στους εαυτούς μας ούτε στους συνανθρώπους μας φερόμαστε με την τρυφερότητα που πρέπει.

Κάποιοι από εσάς, το ξέρουμε όλοι, είστε φτωχοί, η ζωή σας είναι δύσκολη, κάποιες φορές νιώθετε σαν να πνίγεστε. Δεν έχω αμφιβολία πως ορισμένοι από εσάς που διαβάζετε το βιβλίο αυτό αδυνατείτε να πληρώσετε όλα εκείνα τα γεύματα που έχετε ήδη καταναλώσει ή να αντικαταστήσετε τα πανωφόρια και τα παπούτσια σας που φθείρονται μέρα με τη μέρα, αν δηλαδή δεν έχουν ήδη φθαρεί. Έχετε φτάσει ως τη σελίδα αυτή θέλοντας να σκοτώσετε λίγο από τον δανεισμένο ή κλεμμένο χρόνο σας, να ξεκλέψετε άλλη μια ώρα από τους πιστωτές σας. Χάρη στις δικές μου εμπειρίες μπορώ και βλέπω ολοκάθαρα πόσο ταπεινές, πόσο λαθραίες είναι οι ζωές πολλών από εσάς: πάντα στα όρια, πάντα να πασχίζετε να μπείτε στην παραγωγή και να βγείτε από τα χρέη. Είναι ο ίδιος εκείνος ο πανάρχαιος ζυγός που οι Λατίνοι αποκαλούσαν oes alienum, δηλαδή “ο χαλκός των άλλων”, μια και κάποια από τα νομίσματά τους είναι φτιαγμένα από χαλκό. Διαρκώς υπόσχεστε να πληρώσετε αύριο, πάντοτε αύριο, ενώ σήμερα πεθαίνετε στην ψάθα. Διαρκώς ψάχνετε τρόπους να κερδίσετε την εύνοια των άλλων μήπως και αρπάξετε κάποιον πελάτη, με οποιονδήποτε τρόπο, φτάνει να μην αποτελεί ποινικό αδίκημα: λέτε ψέματα, κολακεύετε, ψηφίζετε. Συρρικνώνετε τον εαυτό σας ώσπου να γίνει ένα μικρό κουκούτσι από καθαρή αβροφροσύνη ή τον φουσκώνετε μέχρι να γίνει αραιός αιθέρας γενναιοδωρίας, μήπως και καταφέρετε και πείσετε τον γείτονά σας να σας επιτρέψει να του φτιάξετε τα παπούτσια, το καπέλο, το παλτό, την άμαξα ή να εισαγάγετε τα τρόφιμά του. Αρρωσταίνετε προσπαθώντας να εξοικονομήσετε μερικά χρήματα για την ημέρα που θα αρρωστήσετε. (...)

Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους μέσα σε μια σιωπηλή απόγνωση. Αυτό που άλλοι ονομάζουν αποδοχή των συνθηκών, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα είδος επιβεβαιωμένης απελπισίας».

Κατακλείδα

«Από την αγάπη, από το χρήμα και τη δόξα προτιμώ την αλήθεια. Κάθισα κάποτε σ’ ένα τραπέζι στο οποίο τα φαγητά και τα κρασιά έρεαν σε αφθονία και όπου όλοι οι συνδαιτυμόνες συμπεριφέρονταν με δουλοπρέπεια, ενώ απουσίαζαν παντελώς η ειλικρίνεια και η αλήθεια. Έφυγα πεινασμένος από το αφιλόξενο εκείνο δείπνο. Η φιλοξενία ήταν τόσο ψυχρή όσο τα παγωτά που πρόσφεραν για επιδόρπιο. Δεν χρειαζόταν πάγος για να παγώσουν. Μου μιλούσαν για την ηλικία των κρασιών και για τη φήμη της κάθε σοδειάς, όμως εγώ είχα στο μυαλό μου ένα πιο παλιό, ή πιο νέο, και πιο καθαρό κρασί, μιας σοδειάς πολύ πιο ένδοξης, που οι οικοδεσπότες μου δεν το είχαν και ούτε μπορούσαν να το αγοράσουν. Το ύφος, η οικία, η έκταση του οικοπέδου και η «ψυχαγωγία» δεν μου λένε τίποτα. Πέρασα να επισκεφτώ τον βασιλιά, αλλά με έβαλε και περίμενα στον προθάλαμό του και συμπεριφέρθηκε σαν να μην ήταν ικανός να προσφέρει φιλοξενία. Υπήρχε ένας άνθρωπος στη γειτονιά μου που ζούσε μέσα στην κουφάλα ενός δέντρου. Οι τρόποι του ήταν στ’ αλήθεια αντάξιοι ενός βασιλιά. Καλύτερα να είχα πάει να επισκεφτώ εκείνον».

Όλγα Σελλα
Καθημερινή, 15/04/2007

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Για τον Thoreau, και την πολιτική ανυπακοή, δείτε ενδιαφέρον άρθρο εδώ:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_21/12/2008_296931